Μήνυμα στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης να Τροφίμων να προχωρήσει χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή στη νομοθετική ρύθμιση για την κυκλοφορία των Εθνικών Λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών, έστειλε η Διοίκηση του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), που εκπροσωπεί πάνω από το 70% της αγοράς λιπασμάτων με 67 Εταιρείες – Μέλη και 1.500 εργαζόμενους, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε σήμερα, 22 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα.
Ο Πρόεδρος, Δημήτρης Ρουσσέας και τα Μέλη του διοικητικού συμβουλίου Γιάννης Βεβελάκης, Νίκος Κουτσούγερας και Γιώργος Πάκος, παρουσία σύσσωμου του Διοικητικού Συμβουλίου και με την Γενική Διευθύντρια, Δρ. Φωτεινή Γιαννακοπούλου να συντονίζει τη συζήτηση, τόνισαν ότι «κάθε ημέρα που περνά χωρίς εθνικό νομοθετικό πλαίσιο προκαλεί σημαντικά προβλήματα στους Έλληνες αγρότες, τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρές και μικρομεσαίες, καθώς και στην εθνική οικονομία συνολικά», ενώ έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για «επικείμενες ελλείψεις προϊόντων λίπανσης και αύξηση του κόστους» εξ αυτού του λόγου.
«Η καθυστέρηση στην έκδοση της απαραίτητης Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομικών που θα ορίζει τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών είναι ακατανόητη και αδικαιολόγητη, πολύ περισσότερο καθώς η ΚΥΑ έχει ήδη προετοιμαστεί επαρκώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, το Γενικό Χημείο του Κράτους και την Τεχνική Γνωμοδοτική Επιτροπή Λιπασμάτων (ΤΕΓΕΛ)», επισήμανε ο Πρόεδρος του ΣΠΕΛ.
Αποκάλυψε μάλιστα ότι «σε συναντήσεις και σε επικοινωνίες που είχε ο Σύνδεσμος με την Πολιτική Ηγεσία είχε λάβει κατ’ επανάληψη τη διαβεβαίωση ότι η ΚΥΑ θα εκδοθεί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ούτε αιτιολόγηση για την καθυστέρηση υπογραφής της ΚΥΑ και το νομοθετικό κενό που συνεπώς προέκυψε».
Όπως εξήγησε ο κ. Ρουσσέας, «οι συζητήσεις για την έκδοση της ΚΥΑ γίνονται εδώ και 1,5 χρόνο. Η ανάγκη της έκδοσης αυτής της εθνικής νομοθετικής ρύθμισης (ΚΥΑ) προέκυψε γιατί από τις 16 Ιουλίου 2022 τέθηκε σε ισχύ ο Νέος Κανονισμός για τα Προϊόντα Λίπανσης, Καν. ΕΕ 1009/2019, καταργώντας τον προηγούμενο Κανονισμό ΕΚ 2003/2003. Ο προηγούμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα Ανόργανα Λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην Ελληνική Αγορά».
«Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός, αντίθετα με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την Εθνική τους Νομοθεσία. Αυτή τη δυνατότητα, της προαιρετικής εναρμόνισης, έχουν ήδη αξιοποιήσει όμορες και ανταγωνιστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες. Τον ίδιο δρόμο μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα προχωρώντας στην έκδοση ΚΥΑ, ώστε όσα προϊόντα λίπανσης υπάγονταν στον Κανονισμό ΕΚ 2003/2003, στη βάση συγκεκριμένων τροποποιήσεων, να ενταχθούν στις προβλέψεις της ΚΥΑ ως Εθνικά λιπάσματα»
Ο Πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι «ο ΣΠΕΛ και τα μέλη του δεν είναι αντίθετοι με το Νέο Κανονισμό και έχουν ήδη μεριμνήσει για την εκπαίδευση των στελεχών των εταιρειών – μελών του. Προφανώς, όμως, χρειάζεται χρόνος, ευελιξία και η δυνατότητα επιλογών από πλευράς των επιχειρήσεων», υπογράμμισε και πρόσθεσε με έμφαση: «Η ΚΥΑ είναι αναγκαία για τη λιπασματοβιομηχανία, ώστε οι επιχειρήσεις να επιλέγουν ανάλογα με τις ανάγκες των Ελλήνων αγροτών ποια προϊόντα λίπανσης θα ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή και ποια την εθνική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα των λιπασμάτων είναι ίδια ανεξάρτητα με το νομοθετικό πλαίσιο που θα υιοθετηθεί».
Στη συνέντευξη τύπου επισημάνθηκε ότι «η μη έκδοση της ΚΥΑ περιορίζει την εύρεση προμηθευτών πρώτων υλών και τελικών προϊόντων από τους παραγωγούς και εμπόρους λιπασμάτων, δηλαδή διαφαίνεται ότι θα υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα λιπάσματα για τους Έλληνες αγρότες, άρα λιγότερες επιλογές, εξέλιξη που, αναπόφευκτα, θα επηρεάσει το κόστος παραγωγής. Επίσης, μεγάλο πλήγμα αναμένεται να δεχτούν και οι εξαγωγές των ελληνικών εταιρειών (οι Ελληνικές Επιχειρήσεις εξάγουν κυρίως στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή). Όταν ένα λίπασμα κυκλοφορεί σε κάποιο Κράτος Μέλος, πιο εύκολα εγκρίνεται από τις εθνικές νομοθεσίες των χωρών που είναι εκτός ΕΕ. Συνεπώς, μην έχοντας «εθνικά λιπάσματα», χάνεται ένα εθνικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».
Τα μέλη του ΔΣ του ΣΠΕΛ τόνισαν ότι ιδιαίτερα οι μικρές και μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας (ποικιλομορφία εδαφών, πολλές καλλιέργειες, πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις) παράγουν πολλούς και διαφορετικούς τύπους λιπασμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προφέρουν εργαλεία στον Έλληνα αγρότη και αυξάνουν την αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων. «Εάν δεν εκδοθεί άμεσα η ΚΥΑ, ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις των εταιρειών και των λιπασμάτων, αυξάνεται το διαχειριστικό κόστος, η ταχύτητα ανταπόκρισης στις ανάγκες του αγρότη και σίγουρα θα χαθούν εξειδικευμένες λύσεις θρέψης φυτών από την ελληνική γεωργία», εξήγησαν.
Παράλληλα, η Διοίκηση του ΣΠΕΛ, αποκάλυψε ότι στην τελευταία συνάντηση με την Πολιτική Ηγεσία, τον Ιούλιο, αναφέρθηκε ότι ενσωματώνεται στην ΚΥΑ διάταξη που θα προβλέπει ότι αυτή θα ισχύει έως την 31η/12/2022».
Σύσσωμο το ΔΣ του ΣΠΕΛ εξέφρασε την ομόθυμη αντίδραση επισημαίνοντας: «Η διάταξη δεν έχει λογική. Ο κλάδος των λιπασμάτων δεν ζητά μια απλή παράταση, αλλά ένα σταθερό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο με επίκεντρο τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, του αγροτικού τομέα και της ελληνικής γεωργίας».
Στη συνέντευξη τύπου, τονίστηκε ότι η έκδοση της εθνικής νομοθεσίας αποτελεί κοινό αίτημα όλων των μελών του ΣΠΕΛ, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εταιρείας (μέγεθος εταιρείας, προέλευση κτλ), αναδεικνύει ότι τη σημαντικότητά της, αλλά και την ευθυγράμμιση του κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και στην ενίσχυση του Έλληνα αγρότη.