Ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2022 κυρίως λόγω των επιπτώσεων της ακρίβειας καθώς περίπου 1 στα 2 νοικοκυριά (45,1%) εκτιμά ότι το 2022 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση ενώ περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022 όπως προκύπτει από έρευνα εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2021.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας:
Προσδοκίες για το 2022: Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 45,3% απάντησε πολύ, το 31,6% λίγο ενώ το 21,9% απάντησε αρνητικά.
Οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,8%) την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στα τρόφιμα (21,4%), στη βενζίνη (12,4%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (9,3%). Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών το 42,7% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα και την ενέργεια και το 40,9% η αύξηση των μισθών και συντάξεων.
Όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 60,9% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 14,9% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 9,5% και το 6,3% αξιολόγησαν τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.
Αύξηση των δαπανών για βασικά αγαθά λόγω ακρίβειας: Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού το 2021 (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020). Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για 1 στα 2 νοικοκυριά την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 κατά 12%.
Εισοδηματική διάρθρωση νοικοκυριών
Μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ από 25,1% το 2020 στο 17,5% το 2021.
Στον αντίποδα σταθερός παρέμεινε ο αριθμός των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα από 10.001 ευρώ έως 18.000 ευρώ, ενώ αυξήθηκαν τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα:
- 18.001 ευρώ έως 25.000 ευρώ από 15% το 2020 σε 18% το 2021
- 25.001 ευρώ έως 30.000 ευρώ από 9,4% το 2020 σε 10,5% το 2021
- άνω των 30.000 ευρώ από 6,7% το 2020 σε 8,6% το 2021
Πηγές εισοδήματος
Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν τη κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 43,1% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 43% των νοικοκυριών δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 8,5% δήλωσε ως κύρια πηγή τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το 33,4% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 24,5% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 20,1% τη σύνταξη, το 11,6% τα ενοίκια, το 4,7% τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 3,3% το επίδομα ανεργίας.
Ανεργία – Απασχόληση
Καλύτερα είναι τα στοιχεία της έρευνας του 2021 σε σχέση με εκείνης του 2020 όσον αφορά τα νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 5 νοικοκυριά (22,5%) έχει τουλάχιστον 1 μέλος του άνεργο. Το ποσοστό αυτό παρά τη βελτίωση που παρουσιάζει σε σχέση με το 2020 (27,9%) παραμένει, ιδιαίτερα υψηλό.
Υψηλό και μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 2020 καταγράφηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν τουλάχιστον ένα μέλος που είναι σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας. Συγκεκριμένα περισσότερα από 7 στα 10 νοικοκυριά (73%) από εκείνα που δήλωσαν πως έχουν κάποιο άνεργο μέλος, βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας, έναντι ποσοστού 54,3% που ήταν το 2020.
Μεταβολή εισοδήματος
Περισσότερο από 1 στα 4 (27,4%) δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε το 2021, έναντι του 9,8% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και του 62,5% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Για τα νοικοκυριά που δήλωσαν μείωση του εισοδήματος τους το 2021, ο μέσος όρος μείωσης ανήλθε στο 28,9%. Στον αντίποδα το 9,8% των νοικοκυριών που δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, ο μέσος όρος αύξησης ανήλθε στο 16,8%.
Μείωση του εισοδήματος τους για το 2021 δήλωσαν περισσότερο από 1 στα 3 νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ (35,2%) και με ετήσιο εισόδημα από 10.001 έως 18.000 ευρώ (36,2%), καθώς και περίπου 1 στα 5 νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα από 18.001 έως 25.000 ευρώ (18,6%). Το ισοζύγιο στις προαναφερόμενες κατηγορίες μεταξύ των νοικοκυριών που το εισόδημα τους αυξήθηκε και εκείνων που μειώθηκε ήταν αρνητικό.
Από την άλλη μεριά τα ποσοστά των νοικοκυριών που ανήκουν στις υψηλότερες εισοδηματικά κατηγόριες και δήλωσαν πως το εισόδημα τους μειώθηκε το 2021 ήταν σημαντικά χαμηλότερα (11,6%), ενώ παράλληλα τα ποσοστά των εν λόγω νοικοκυριών που δήλωσαν αύξηση του εισοδήματος τους ήταν πολύ υψηλότερα (20%) σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά, καταγράφοντας, μάλιστα, θετικό ισοζύγιο.
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται μια τάση διεύρυνσης της εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών.
Επάρκεια εισοδήματος – Αποταμίευση
Περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά (43,6%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα.
Για τα νοικοκυριά αυτά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
Το συγκεκριμένο εύρημα παραμένει σταθερό από το 2019 γεγονός που καταδεικνύει ότι την τελευταία τριετία, προφανώς και λόγω της εκδήλωσης της πανδημίας, ένα πολύ μεγάλο μέρος των νοικοκυριών δεν έχει βιώσει βελτίωση στη διαβίωση του παραμένοντας σε μια ιδιαίτερα επισφαλή οικονομική θέση.
Σε αυτή την δυσμενή κατάσταση βρίσκεται το 49,8% των πολυμελών νοικοκυριών (με 5 άτομα και πάνω), το 49% των νοικοκυριών με 4 άτομα, το 54,8% των νοικοκυριών με τουλάχιστον έναν άνεργο, το 65% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 ευρώ και το 51,4% των νοικοκυριών με εισόδημα από 10.001 έως 18.000 ευρώ.
Το 11,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισόδημα του δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας, ενώ είναι ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό της ερευνάς του 2020 (10,2%).
Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αποταμιεύσουν, καθώς 8 στα 10 νοικοκυριά (80,1%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.
Υποχρεώσεις νοικοκυριών
Το 16,8% των νοικοκυριών δήλωσε πως κάποιο μέλος του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία), ποσοστό μειωμένο σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2020 (23%).
Αυξημένο κατά 10 μονάδες σε σχέση με την έρευνα του 2020 καταγράφεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν πως δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο το 2022. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 4 νοικοκυριά (27,8%) δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές ή/και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις.
Το 5,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 5,2% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2022. Και τα δυο ποσοστά είναι καλύτερα σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2020.
Το 21% των νοικοκυριών έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο. Από αυτά τα νοικοκυριά το 16,5% καταβάλει τις δόσεις του δανείου συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 6% έχει καθυστερημένες οφειλές περισσότερο από 3 μήνες. Τα ποσοστά είναι και τα χαμηλότερα που έχουν καταγράφει σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από τότε που παρακολουθεί αυτόν το δείκτη, δηλαδή από το 2014.
Καταναλωτικές τάσεις – Ποιότητα ζωής
Περισσότερα από 5 στα 10 νοικοκυριά (50,9%) περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Το 45,1% των νοικοκυριών ξόδεψαν λιγότερα για ταξίδια, ενώ το 43,3% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση
Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν της δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών, προφανώς λόγω της ακρίβειας των τελευταίων μηνών. Ειδικότερα το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 52,8% για είδη διατροφής το 51,9% για θέρμανση και το 34,7% για υγεία και φάρμακα.
Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Περισσότερα από 3 στα 10 (31,2%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 2 στα 10 καθυστερούν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα και περισσότερο από 1 στα 10 (12,5%) καθυστερούν την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.