Το «πράσινο φως» αναφορικά με την αποδέσμευση 767 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, από το Eurogroup, άναψε η Κομισιόν, βάσει της 12ης έκθεσης μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη (24/11) και διαπιστώνει πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Το ποσό των 767 εκατ. ευρώ αφορά την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και συγκεκριμένα την επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFAs και SNPs), κ.ά.
Η έκθεση των θεσμών (Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και τον ESM) είναι σε γενικές γραμμές θετική και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων προχώρησε ικανοποιητικά σε ένα ευρύ φάσμα ειδικών δεσμεύσεων, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα χρονοδιαγράμματα.
«Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κερδίζει έδαφος»
Η έκθεση επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κερδίζει έδαφος, παρά τη συνεχιζόμενη πανδημία. Μετά από ένα ισχυρό πρώτο εξάμηνο του έτους και την καλύτερη από το αναμενόμενο τουριστική περίοδο, η Επιτροπή προβλέπει ότι η ανάπτυξη το 2021 θα φτάσει το 7,1% του ΑΕΠ, φτάνοντας ουσιαστικά σε επίπεδα προ-πανδημίας. Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5,2% το 2022. Αν και εξακολουθεί να είναι πολύ έντονος ο αντίκτυπος της πανδημίας, αναμένεται να μειωθεί σταδιακά με τη συνεχιζόμενη εκστρατεία εμβολιασμού.
Η διευκολυντική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη ισχυρή ώθηση από την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας, πρόκειται να διατηρήσουν τη δυναμική στο μέλλον. Η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική, χάρη και στα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης που συνέχισαν να προστατεύουν τις θέσεις εργασίας σε ευάλωτους τομείς.
Δημοσιονομικές εξελίξεις
Παράλληλα η έκθεση υπογραμμίζει ότι η δημοσιονομική πολιτική πρόκειται να παραμείνει διευκολυντική το 2021 και να συνεχίσει να υποστηρίζει την ανάκαμψη καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022. Οι προβλέψεις της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών ευθυγραμμίζονται σε γενικές γραμμές και προβλέπουν σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022. Η Επιτροπή προβλέπει ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα παρακολουθείται υπό ενισχυμένη εποπτεία για βελτίωση από 7,6% του ΑΕΠ το 2021 σε 1,2% του ΑΕΠ το 2022. Η βελτίωση του ισοζυγίου που προβλέπεται για το 2022 αντανακλά τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη και τη σταδιακή κατάργηση των περισσότερων μέτρων έκτακτης ανάγκης.
Το έλλειμμα που προβλέπει η Επιτροπή για το 2022 είναι κάπως υψηλότερο από ό,τι προβλεπόταν την άνοιξη του 2021. Η αναθεώρηση αντικατοπτρίζει το κόστος των πρόσθετων μέτρων και τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες το 2022 λόγω της παράδοσης στρατιωτικού εξοπλισμού νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί , με επιδείνωση του ισοζυγίου 0,1% του ΑΕΠ το 2022.
«Τα περισσότερα από τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία θα καταργηθούν σταδιακά έως το τέλος του 2021, αλλά ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των ζημιών από τις πυρκαγιές και υιοθετήθηκαν επίσης μικρά μόνιμα μέτρα. Τα περισσότερα από τα μέτρα που εγκρίθηκαν για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που πλήττονται από την κρίση αναμένεται να αρθούν σταδιακά έως το τέλος του 2021. Τα μέτρα στήριξης αναμένεται να έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο 6,4% του ΑΕΠ το 2021 και 1,4% του ΑΕΠ το 2022. Τα μέτρα που θα παραμείνουν σε ισχύ το 2022 αποσκοπούν στη στήριξη της ανάκαμψης, στην τόνωση της συνολικής ζήτησης και απασχόλησης και στην περαιτέρω υποστήριξη του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης» αναφέρει η έκθεση.
Ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και η νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με την οποία ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ κινείται πτωτικά από 203% του ΑΕΠ το 2021, υποχωρώντας κάτω από το 200% το 2023.
Στο βασικό σενάριο, το χρέος μειώνεται σε περίπου 54% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
Η νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους δείχνει ότι οι κίνδυνοι παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητοι σε σύγκριση με την 11η έκθεση, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν συγκρατημένοι, ενώ οι κίνδυνοι είναι πιο σημαντικοί μακροπρόθεσμα στα σενάρια «χαμηλής ανάπτυξης» και «ασφάλιστρων υψηλότερου κινδύνου».
Μεταρρυθμίσεις
Διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές αρχές ολοκλήρωσαν με επιτυχία τη μεταρρύθμιση του ενεργειακού τομέα, καθώς εγκρίθηκαν μέτρα στο πλαίσιο της αντιμονοπωλιακής επανόρθωσης που επιτρέπουν στους ανταγωνιστές της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), της ελληνικής κρατικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας, να αγοράζουν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια σε πιο μακροπρόθεσμη βάση.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ικανοποιητική πρόοδος, μεταξύ άλλων, στην απλούστευση της νομοθεσίας για την αδειοδότηση επενδύσεων, στην Ελληνική Εταιρεία Περιουσίας και Συμμετοχών η οποία ολοκλήρωσε τις εργασίες για την επικαιροποίηση του στρατηγικού της σχεδίου, ενώ συμφωνήθηκε σύμβαση εκτέλεσης για τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (ΟΑΣΑ).
Επίσης, υπήρξε συνολικά καλή πρόοδος με τις συνεχιζόμενες συναλλαγές ιδιωτικοποιήσεων τους τελευταίους μήνες. Πρώτον, μετά την επιλογή του προτιμώμενου επενδυτή για τη μακροπρόθεσμη παραχώρηση της Εγνατίας οδού και δεύτερον, μετά την επιλογή του προτιμητέου επενδυτή για την πώληση της Υποδομής της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ).
Σημειώνεται, επίσης, ότι οι αρχές επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να προχωρήσουν στη μεταρρύθμιση του φόρου ακίνητης περιουσίας ΕΝΦΙΑ με βάση τη νέα ευρύτερη βάση φόρου ακινήτων με πληρωμές που ξεκινούν τον Μάρτιο του 2022 και παρείχαν χρονοδιάγραμμα για τα επόμενα βήματα.
Ωστόσο, καθυστερήσεις παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, στην εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Σημειώθηκε μόνο οριακή βελτίωση σε σύγκριση με την 11η έκθεση, λόγω καθυστερήσεων στην εφαρμογή των ενεργειών πολιτικής που συμφωνήθηκαν στο σχέδιο εκκαθάρισης του Μαρτίου 2021, της συσσώρευσης νέων καθυστερούμενων οφειλών και της υψηλότερης από την αναμενόμενη εισροής νέων αιτήσεων συνταξιοδότησης.
Καθυστερήσεις σημειώνονται και στη μεταρρύθμιση του Οργανισμού Δημοσίων Εσόδων, με την πραγματική λειτουργία να αναμένεται πλέον να επιτευχθεί πλήρως μόνο μέχρι τον Απρίλιο του 2022.
Τέλος, η έκθεση της Επιτροπής διαπιστώνει ισχυρή μείωση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τραπεζικού κλάδου, αν και παραμένουν ευάλωτα σημεία. Χάρη στις συναλλαγές τιτλοποιήσεων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έφτασε το 20,3% τον Ιούνιο του 2021, δηλαδή το ήμισυ του δείκτη που καταγράφηκε στο τέλος του 2019.