Έκρηξη επενδύσεων, ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εισοδημάτων, πτώση της ανεργίας και συρρίκνωση του ελλείμματος και του χρέους το 2022 προβλέπει το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού που ανεβάζει το πήχη της ανάπτυξης για φέτος στο 6,9%. Ωστόσο επισημαίνει ρίσκα και κινδύνους για την πορεία της οικονομίας που συνδέονται κυρίως με την πανδημία και την ακρίβεια.
Ειδικότερα για το επόμενο έτος προβλέπονται τα εξής:
- Ρυθμός ανάπτυξης 4,5%
- Αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3%
- Αύξηση των επενδύσεων κατά 21,9%. Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των πραγματικών επενδύσεων το 2022 στηρίζεται στην υλοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με άνω του 88% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος να κατευθύνονται σε επενδύσεις, εκ των οποίων το 41,6% σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλή πολλαπλασιαστική επίδραση.
- Ενίσχυση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 21% λόγω της ανόδου του τουρισμού.
- Αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6%, με το 83,3% των νέων θέσεων εργασίας να αφορά θέσεις μισθωτής απασχόληση, πράγμα που θα ωθήσει σε αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 4,1% πάνω από το επίπεδο του 2021 με το μέσο ονοματικό
- Αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού κατά 1,1%.
- Μείωση κατά 2,8% της δημόσιας κατανάλωσης λόγω της απόσυρσης μέτρων στήριξης
- Ο ρυθμός πληθωρισμού αναμένεται μετριοπαθώς θετικός στο σύνολο του 2022 (0,8%), καθώς οι πληθωριστικές τάσεις του 2021 αναμένεται να αρχίσουν να υποχωρούν κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2022, επιτρέποντας όφελος σε όρους πραγματικού μέσου μισθού κατά 0,2% έναντι του 2021 στο σύνολο του έτους.
- Πρωτογενές έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας από 7,3% φέτος
- Πτώση του δημόσιου χρέους κατά 7,5 ποσοστιαίες από 197,1% του ΑΕΠ φέτος (350 δις. ευρώ) στο 189,6% του ΑΕΠ (355 δισ. ευρώ)
- Τα καθαρά έσοδα θα διαμορφωθούν στα 55,425 δις ευρώ, αυξημένα κατά 602 εκ. ευρώ ή 1,1%, έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2022-2025 κυρίως λόγω της ισχυρότερης ανάπτυξης
- Οι συνολικές δαπάνες θα ανέλθουν σε 65,594 δις ευρώ, αυξημένες κατά 2,6 δις ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη πρόβλεψη για το ΜΠΔΣ 2022-2025. Οι κύριες αιτίες της αύξησης είναι η πρόβλεψη επιπλέον δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, καθώς και οι αυξημένες φυσικές παραλαβές των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Στην εισηγητική έκθεση σημειώνεται ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιβάλλονται σήμερα από αυξημένους εξωτερικούς κινδύνους, δεδομένων των αβεβαιοτήτων που συναρτώνται, πρώτον, με την εξέλιξη της πανδημίας (εμφάνιση μεταλλάξεων και συνθηκών υψηλότερης μετάδοσης του ιού, διατήρηση εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού), δεύτερον, με τον τυχόν πιο μόνιμο χαρακτήρα των τρεχουσών πληθωριστικών πιέσεων διεθνώς και τρίτον, με τις γεωπολιτικές εντάσεις και μεταναστευτικές ροές στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Επιπρόσθετοι εξωγενείς κίνδυνοι για την ελληνική ανάκαμψη διαμορφώνονται δυνητικά από τον κλιματικό παράγοντα. Η όλο και συχνότερη επέλαση φυσικών καταστροφών επιδρά αρνητικά στην ελληνική οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα (όπως το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος των πυρκαγιών του Αυγούστου 2021), όσο και μακροπρόθεσμα, σε όρους διατηρησιμότητας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δυνατοτήτων ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του κινδύνου, τον Σεπτέμβριο του 2021 συστάθηκε αυτόνομο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με αποστολή τη διαχείριση φυσικών καταστροφών και κρίσεων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από το 2022 έως το 2025, ο σχετικός πολιτικός σχεδιασμός προσανατολίζεται στη διαμόρφωση ενός δικτύου πρόληψης και άμεσης αντίδρασης σε φυσικές καταστροφές, με κάλυψη μέρους της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, ενδογενείς κίνδυνοι για την ευόδωση των οικονομικών προοπτικών του 2022 είναι τα τυχόν εμπόδια στην έγκαιρη υλοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, καθώς και το ενδεχόμενο εμφάνισης υστερήσεων ή «μόνιμων ουλών» από την πανδημία στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και στην αγορά εργασίας, μετά τη λήξη των κυβερνητικών μέτρων οικονομικής ενίσχυσης.
Το σύνολο των ως άνω (κυρίως εξωγενών) κινδύνων δημιουργεί ένα περιβάλλον έντονων επισφαλειών για τις μακροοικονομικές και τις δημοσιονομικές προβλέψεις, καθώς κάθε μεταβολή στις συγκεκριμένες εξωτερικές υποθέσεις έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της προβλεπτικής διαδικασίας.