Στην Ευρώπη βρέχει… λεφτά και σε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες τρίβουν τα χέρια τους από την πτώση του ευρώ, ωστόσο η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κερδισμένων από το φτηνό νόμισμα.
Η ελληνική οικονομία αδυνατεί να εκμεταλλευτεί το φτηνό ευρώ γιατί από τη μία βασίζεται στις εισαγωγές και από την άλλη οι επιχειρήσεις δεν έχουν επαφή με διεθνείς αγορές.
Ειδικά για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις η υποτίμηση του ευρώ που κατά πολλούς θα φτάσει σύντομα το 1 προς 1 με το δολάριο, αποτελεί τεράστιο κόστος. Επιπλέον, οι ξένοι προμηθευτές ζητούν προκαταβολή για τις παραγγελίες, δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας.
Ταυτόχρονα οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, όσες στέλνουν προϊόντα σε περιοχές εκτός της ευρωζώνης δεν μπορούν να κερδίσουν από το φτηνό ευρώ λόγω των σημαντικών προβλημάτων που προκύπτουν από την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Ακόμη η ανατίμηση των τιμών σε άλλες χώρες κάνουν πιο κερδοφόρες οι λεγόμενες παράλληλες εξαγωγές δηλαδή, προϊόντα που είχαν εισαχθεί σε χαμηλότερες τιμές ή προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, στη συνέχεια εξάγονται στο εξωτερικό.
Το φτηνό ευρώ έχει ως αποτέλεσμα τα εισαγόμενα προϊόντα που αποτιμώνται κυρίως σε δολάρια, όπως τα καύσιμα, να γίνονται ακριβότερα. Συγκεκριμένα ανατιμήσεις της τάξης του 15%-25% σε προϊόντα που εισάγει η χώρα μας και τιμολογούνται σε δολάρια, καθώς και αύξηση στις τιμές των καυσίμων φέρνει η μεγάλη υποχώρηση του ευρώ στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών.
Σημειώνεται ότι μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, η πτώση του ευρώ σημαίνει και νέα επιβάρυνση για τους Ελληνες δανειολήπτες που έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καθώς χρειάζονται περισσότερα ευρώ για να αποπληρώσουν το ίδιο χρέος σε ελβετικά φράγκα.
Σε κανονικές συνθήκες η μεγάλη υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ελληνική οικονομία, ενισχύει τις εξαγωγές και πυροδοτεί την ανάπτυξη.
Σε κάθε περίπτωση από το φτηνό ευρώ ευνοούνται οι ευρωπαϊκές εξαγωγές, ακριβώς διότι γίνονται φθηνότερες. Οι μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, ο τομέας των χημικών και βέβαια η τουριστική βιομηχανία.