Την τροποποίηση του υφιστάμενου φορολογικού συστήματος για τα φυσικά πρόσωπα, με ενιαία κλίμακα για όλα τα εισοδήματα ανεξαρτήτως πηγής, σχεδιάζει η κυβέρνηση. Ταυτόχρονα σχεδιάζει τη φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας (ΦΜΠ) άνω των 300.000 ευρώ με μία δεύτερη προοδευτική κλίμακα η οποία θα αφορά μεγάλες καταθέσεις, ακίνητα, έργα τέχνης και επενδυτικά προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο και πέραν της ενίσχυσης των εσόδων, η κυβέρνηση προσδοκά να απαντήσει στις επικρίσεις των εταίρων, κυρίως των Γερμανών, ότι δεν έχουν φορολογηθεί οι πλούσιοι στην Ελλάδα.
Το σχέδιο, σύμφωνα με την Καθημερινή, προβλέπει την αύξηση του αφορολογήτου ορίου για τις οικογένειες με δύο παιδιά σε 16.000 ευρώ και σε 19.000 ευρώ για τις οικογένειες με τρία παιδιά.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το αφορολόγητο όριο θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 12.000 ευρώ με αύξηση του αφορολογήτου ορίου για κάθε παιδί. Βέβαια, η τελική κλίμακα θα αποφασιστεί από την κυβέρνηση αφού υπολογισθεί επ’ ακριβώς το κόστος της νέας κλίμακας. Επίσης, οι εκπτώσεις φόρου θα παρέχονται με βάση το εισόδημα του καθενός και με διαφορετικούς συντελεστές. Επίσης, σχεδιάζεται η θέσπιση φόρου επιδεκτικής κατανάλωσης, που θα αφορά σε σκάφη αναψυχής, πισίνες κ.λπ.
Ολα τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως πηγής, θα φορολογούνται με την ίδια κλίμακα.
Πληροφορίες λένε ότι το ατομικό αφορολόγητο εισόδημα θα προσδιορίζεται κατ’ έτος, ως ποσοστό επί του, εκάστοτε, ορίου της φτώχειας. Αύξηση του αφορολογήτου ορίου για κάθε παιδί. Συγκεκριμένα, 2.000 ευρώ για το πρώτο και το δεύτερο παιδί και 3.000 ευρώ για κάθε επόμενο.
Το ποσοστό των δαπανών διαβίωσης των φορολογουμένων που αναγνωρίζονται στη φορολογία φυσικών προσώπων θα αφαιρείται από τον φόρο και όχι από το εισόδημα.
Επίσης, οι εκπτώσεις φόρου δεν γίνονται με τη χρησιμοποίηση σταθερών συντελεστών.
Σε κάθε περίπτωση, το νέο οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να εξετάσει από μηδενική βάση το σύνολο των φοροαπαλλαγών, των φορολογικών κινήτρων και των ειδικών φορολογικών καθεστώτων (π.χ. εκκλησιαστική περιουσία, εφοπλιστές, βουλευτές κ.λπ.).
Αυτό σημαίνει ότι θα επανεξεταστούν οι 700 φοροαπαλλαγές που ισχύουν σήμερα και κοστίζουν στον προϋπολογισμό περί τα 3,6 δισ. ευρώ.