Ομόφωνη απόρριψη των μέτρων λιτότητας που έχουν επιβληθεί την τελευταία πενταετία, υπό την εποπτεία της Ε.Ε. και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου χαρακτηρίζει τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ο Ιβ Μπερτοντσίνι, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ, σε ανάλυσή του, που δημοσιεύεται σήμερα στη διαδικτυακή πύλη EurActiv.
«Ξεκινάει μια νέα φάση στις σχέσεις Ελλάδας και Βρυξελλών, που δεν σηματοδοτεί τόσο μια ρήξη, όσο μια αλλαγή πορείας- μια μετατόπιση, η έκταση της οποίας εξαρτάται, κυρίως, από τις εξελίξεις στις σχέσεις της Αθήνας και των δανειστών της», αναφέρει και επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ευρωσκεπτιστικό και όχι ευρωφοβικό κόμμα.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν επιθυμεί την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ούτε και από την ΕΕ. Είναι, όμως, ένα «ελληνοσκεπτικιστικό» κόμμα, υπό την έννοια ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, γράφει ο κ. Μπερτοντσίνι.
Αναφερόμενος στις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της παρουσίας του ΔΝΤ οπουδήποτε αυτό έχει παρέμβει, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι η δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική προσαρμογή απαριθμούν αμέτρητα θύματα και προκαλούν άμεση δυσαρέσκεια. Είναι λογικό, λέει, να μην είναι κανένας Έλληνας ικανοποιημένος με τα μέτρα λιτότητας που οδήγησαν σε περικοπές των κατώτατων μισθών και των συντάξεων, σε χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και άλλων τόσων που στερήθηκαν πρόσβαση στο σύστημα υγείας, είτε δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Το 36% αυτών των ανθρώπων ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτοντας όλα τα παραπάνω, σημειώνει.
Συνεχίζοντας ο κ. Μπερτοντσίνι σημειώνει ότι «η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την επιθυμία για τη λήξη της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας, που είχαν αποφασιστεί από την ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Ωστόσο, η επιθυμία αυτή ήταν φανερή και στα προγράμματα όλων των κομμάτων, δεδομένου ότι το πρόγραμμα διάσωσης πλησιάζει στη λήξη του. Η απαλλαγή από την τρόικα και τους όρους της, προϋποθέτει, όμως, τη δυνατότητα επιστροφής της χώρας στις αγορές, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση της λειτουργίας του κράτους».
«Ο Τσίπρας δεν είναι ο βασιλιάς Μίδας», σημειώνει ο κ. Μπερτοντσίνι, όπως αναφέρει ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Δεν θα είναι σε θέση να μετατρέψει τα πάντα σε χρυσό, ξεφεύγοντας από την οικονομική και χρηματοπιστωτική πραγματικότητα δια μαγείας. Έχει ακόμα να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο χρέος (της τάξεως του 175% του ΑΕΠ της χώρας) και ως εκ τούτου την καταβολή πολύ υψηλών επιτοκίων για την αποπληρωμή του. Και αυτό θα είναι το πρώτο τεστ που θα προσγειώσει τη νέα κυβέρνηση, εφόσον επιθυμεί να παραιτηθεί από τη βοήθεια της ΕΕ και του ΔΝΤ, τονίζει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΕ, είναι, σύμφωνα με τον κ. Μπερτοντσίνι, να ξεκινήσει έναν εποικοδομητικό διάλογο με τη νέα κυβέρνηση στην Αθήνα και να λάβει υπόψη τη δικαιολογημένη επιθυμία για αλλαγή πορείας στις πολιτικές που ακολούθησε η Ελλάδα μέχρι και σήμερα. Πρέπει να λάβει, επίσης, υπόψη ότι ο Τσίπρας δεν είναι ο Σαμαράς και ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα χαρακτήρα «λαϊκής κυριαρχίας», κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί από τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δίνοντας την εντύπωση ότι αγνοείται η έκφραση της δημοκρατικής βούλησης, όπως αναφέρει.
Συνεχίζοντας, ο κ. Μπερτοντσίνι επισημαίνει ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει αρκετές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε μία πιο αποτελεσματική και δίκαιη Ελλάδα, που ενδέχεται να γίνουν δεκτές με ικανοποίηση από τις Βρυξέλλες. Δεν παραλείπει, όμως, να αναφέρει ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει και ανάκληση ή επανεξέταση ορισμένων μέτρων που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης.
Ακόμη τονίζει ότι από τεχνικής πλευράς, η Ελλάδα θα πρέπει να παρακινήσει τους πιστωτές της να επιδείξουν επιείκεια και να αποδεχτούν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αν κι η διαγραφή δεν θεωρείται πιθανή, δεν είναι αδύνατη, ωστόσο, η τροποποίηση του χρόνου αποπληρωμής και η μείωση των επιτοκίων, αναφέρει.
Καταλήγοντας ο αρθρογράφος σημειώνει ότι σε πολιτικό επίπεδο, οι αλλαγές αυτές θα εξαρτηθούν όχι μόνο από την στάση των άλλων κυβερνήσεων- πιστωτών της Αθήνας, αλλά και από τους ψηφοφόρους τους. Η διαπραγμάτευση με στόχο την επίτευξη ενός συμβιβασμού είναι απολύτως εφικτή, αλλά το αποτέλεσμά της θα κριθεί από την καλή πρόθεση και των δύο πλευρών, αναφέρει.