Με κύρια άρθρα μεγάλες εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες σχολιάζουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφοντας εκτιμήσεις για πιθανές κινήσεις από μέρους του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, των δανειστών και των Ευρωπαίων εταίρων, κυρίως της Γερμανίας.
Μεταξύ άλλων, σημειώνονται απόψεις όπως:
– Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να επιτύχει συμφωνία για το χρέος.
– Ο κ. Τσίπρας δεν έχει δοκιμασθεί πολιτικά και ενδέχεται να φανεί πιο ρεαλιστής.
-Το μήνυμα των εκλογών της Κυριακής στην Ελλάδα είναι σαφέστατο: οι Έλληνες δεν μπορούν και δεν θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν το καθεστώς λιτότητας που γονάτισε την οικονομία τους.
-Εάν η Ελλάδα οδηγηθεί στα άκρα και στη χρεοκοπία ή ακόμη στην έξοδο από το ευρώ, οι οικονομικές συνέπειες θα διαχυθούν σε όλη την Ευρώπη.
-Η αποστροφή των πλούσιων ελίτ στην καταβολή φόρων πρέπει να απαλειφθεί, όπως και η διαφθορά, η οικογενειοκρατία και η ευνοιοκρατία στην κυβέρνηση.
-Οι Έλληνες ψηφοφόροι βροντοφώναξαν την περασμένη Κυριακή τη φράση «είμαστε εξοργισμένοι».
– Οι Δημοκρατίες δεν μπορούν να υπομείνουν βιώσιμες και επώδυνες μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές επιβάλλονται από έξω, ανεξάρτητα από το πόσο αναγκαίες είναι.
-Η Ελλάδα ήταν η πρώτη στην οποία επιβλήθηκε η λιτότητα, η πρώτη που βίωσε το δυσβάστακτο βάρος και τα αποτελέσματα της λιτότητας και τώρα η πρώτη που εκλέγει μία κυβέρνηση που υπόσχεται να τερματίσει τη λιτότητα.
Ουάσιγκτον Ποστ
Η εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, σε κύριο άρθρο της, τονίζει ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιτύχει συμφωνία για το χρέος».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «τα προηγούμενα πέντε χρόνια, το ένα τέταρτο του ελληνικού ΑΕΠ απλά αφανίσθηκε, οδηγώντας στη μεγαλύτερη οικονομική συρρίκνωση, σε περίοδο ειρήνης, ίδια με εκείνη που έπληξε τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες τη δεκαετία του ’90. Θα προκαλούσε λοιπόν έκπληξη εάν οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν ψήφιζαν, αργά ή γρήγορα, υπέρ του ακροαριστερού ΣΥΡΙΖΑ ή ενός άλλου δημαγωγικού κινήματος. Αυτό είναι το ποσοστό καταστροφής που μπορούν να αποδεχθούν οι λαοί πριν τιμωρήσουν την πολιτική καθεστηκυία τάξη που την προκάλεσε».
Στο κύριο άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας τίθεται το ερώτημα: «Θα μπορούσε η πολιτική φωτιά που άναψε στην Ελλάδα να ελεγχθεί πριν διαχυθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη;».
Σύμφωνα με τον συντάκτη της εφημερίδας, «στις άλλες υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, οι λαϊκιστές ισχυροποιούνται λόγω της αγανάκτησης κατά της λιτότητας που επιβάλλουν τα πλούσια κράτη με αντάλλαγμα τα σχέδια διάσωσης. Στο μεταξύ, στη Γερμανία, η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, πιέζεται από εκείνους στους οποίους περιλαμβάνεται και ένα κόμμα που τάσσεται κατά του ευρώ, οι οποίοι πιστεύουν ότι φάνηκε εξαιρετικά γενναιόδωρη στη χορήγηση χρημάτων των Γερμανών φορολογουμένων για τη διάσωση των σπάταλων Ευρωπαίων. Ως ο de facto οικονομικός διαπραγματευτής της Ευρώπης», όπως επισημαίνεται, «η κα Μέρκελ δεν μπορεί να σκληρύνει πολύ τη διαπραγμάτευση με την Αθήνα, αν δεν θέλει να επιταχύνει μια εξαιρετικά επικίνδυνη έξοδο από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, ούτε μπορεί να υποκύψει στις απαιτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ για ελάφρυνση του χρέους, καθώς και άλλες χώρες θα ψήφιζαν υπέρ ανάλογων κομμάτων».
Στη συνέχεια, υποστηρίζεται ότι «σε σχέση με την Ελλάδα, είναι σχετικά εύκολη η επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων από τη στιγμή που το 90% του χρέους των 268 δισ. δολαρίων βρίσκεται στα χέρια κυβερνήσεων και πολυμερών οργανισμών και όχι ιδιωτών ομολογιούχων. Η κα Μέρκελ οφείλει να παράσχει αυτή τη διευκόλυνση στον νέο Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εμμείνει στο να δαπανήσει την πρόσθετη ρευστότητα για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ανέφερε περιστασιακά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
Τέλος, αναφέρεται ότι «ο κ. Τσίπρας δεν έχει δοκιμασθεί πολιτικά και ενδέχεται να φανεί πιο ρεαλιστής απ’ ό,τι προμηνύει η προεκλογική εκστρατεία. Παρά τους λεονταρισμούς του, δεν διαθέτει το πλεονέκτημα έναντι της Γερμανίας. Εάν θελήσει να ακολουθήσει μια ρεαλιστική αναπτυξιακή στρατηγική που θα στηρίζεται στον ιδιωτικό τομέα, η κα Μέρκελ θα μπορούσε να απαντήσει δημιουργικά επεκτείνοντας την περίοδο αποπληρωμής ή διευκολύνοντας την πώληση των απομειωμένων (discounted) ελληνικών ομολόγων σε ιδιώτες επενδυτές με τη μετατροπή τους σε μετοχές ελληνικών εταιρειών, ακινήτων και τραπεζών. Η μετοχοποίηση του χρέους, που πρότεινε πρώτος ο οικονομολόγος Barry Eichengreen, θα μπορούσε να εναρμονίσει τα συμφέροντα των Ευρωπαίωνπιστωτών και δανειζομένων».
Νιου Γιορκ Τάιμς
Η εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς, σε κύριο άρθρο, αναφέρει ότι «το μήνυμα των εκλογών της Κυριακής στην Ελλάδα είναι σαφέστατο: οι Έλληνες δεν μπορούν και δεν θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν το καθεστώς λιτότητας που γονάτισε την οικονομία τους», επισημαίνοντας ότι «πρόκειται για ένα μήνυμα που οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, που συνεχίζουν να εμμένουν ότι οι Έλληνες θα πρέπει να αποπληρώσουν το υπέρογκο χρέος, ανεξάρτητα από τη ζημιά, οφείλουν να ακούσουν. Η εμμονή στον δογματισμό τους δεν είναι μόνο λάθος σε σχέση με την Ελλάδα, αλλά και επικίνδυνη για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Όπως σημειώνεται, μεταξύ άλλων, «είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε πώς ο Αλέξης Τσίπρας, ο αντισυμβατικός πολιτικός που κέρδισε στις βουλευτικές εκλογές, προτίθεται να υλοποιήσει τις υποσχέσεις που έδωσε στους ψηφοφόρους για εγκατάλειψη του προγράμματος λιτότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση του χρέους και την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Οι στόχοι αυτοί είναι βαθιά ασυμβίβαστοι, αλλά ο νέος πρωθυπουργός, σύμφωνα με τις ενδείξεις που έδωσε προς τους Ευρωπαίους, είναι έτοιμος να μετριάσει τις φιλοδοξίες του, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Είναι σημαντικό ότι η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, η οποία αντιμετωπίζεται από τους Έλληνες ως η αρχιτέκτονας του προγράμματος λιτότητας και η τρόικα, που διαχειρίζεται το σχέδιο διάσωσης, δείχνουν το ίδιο έτοιμοι να χαλαρώσουν το μέγεθος και τους όρους του ελληνικού χρέους».
Στη συνέχεια, στο κύριο άρθρο της εφημερίδας της Νέας Υόρκης αναφέρεται ότι «ορισμένοι πιστωτές φαίνεται να συνεχίζουν να θεωρούν ότι το χρέος είναι χρέος και πρέπει να αποπληρωθεί στην ολότητά του, ενώ οι Έλληνες πρέπει να τιμωρηθούν για τη μακρά ιστορία σπατάλης και τη συνήθη φοροδιαφυγή. Η συρρίκνωση ωστόσο της οικονομίας κατά το ένα τέταρτο και το άνω του 50% ανεργίας στους νέους, πολιτικές που χαρακτηρίστηκαν ως προσομοίωση βασανιστηρίου από τον κ. Τσίπρα, δεν αποτελεί τον τρόπο για να καταστεί μια χώρα ικανή ώστε να αποπληρώνει τα χρέη της. Η Ελλάδα χρειάζεται χώρο για να αναπνεύσει, όχι μόνο για να μπορέσει ο κ. Τσίπρας να ανορθώσει τη χώρα, αλλά και για το καλό της υπόλοιπης Ευρώπης».
Επίσης, τονίζεται ότι «το χρέος της Ελλάδας μπορεί να είναι εξαιρετικά μεγάλο, καθώς βρίσκεται σήμερα στο 177% σε σχέση με το ΑΕΠ, ενώ τα συστημικά προβλήματα βαθαίνουν. Οι Έλληνες ωστόσο δεν είναι οι μόνοι που αισθάνονται την αποξένωση και την οργή για την οικονομική κρίση που επεκτάθηκε στις περισσότερες από τις φτωχές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πιο ριζοσπαστικό κόμμα από αυτά που δημιουργήθηκαν ως αντίδραση στην οικονομική κρίση. Εάν η Ελλάδα οδηγηθεί στα άκρα και στη χρεοκοπία ή ακόμη στην έξοδο από το ευρώ, οι οικονομικές συνέπειες θα διαχυθούν σε όλη την Ευρώπη. Σε πολιτικό επίπεδο το Grexit θα συνέτριβε την παραδοχή ότι δεν υπάρχει έξοδος από το ευρώ, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω την Ευρώπη και τροφοδοτώντας περαιτέρω τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα, που οδήγησαν στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων».
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι «φυσικά, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη λαϊκή εντολή για να προωθήσει τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο προκάτοχός του, κ. Σαμαράς. Η αποστροφή των πλούσιων ελίτ στην καταβολή φόρων πρέπει να απαλειφθεί, όπως και η διαφθορά, η οικογενειοκρατία και η ευνοιοκρατία στην κυβέρνηση. Η αντίθεση στη λιτότητα δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν οι μεταρρυθμίσεις, όπως έγραψαν πρόσφατα επιφανείς οικονομολόγοι στους Financial Times. Παρά ταύτα δεν υπάρχει πολύς χρόνος. Το σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας λήγει στις 28 Φεβρουαρίου, ενώ οι ηγέτες της ΕΕ, μεταξύ αυτών και ο κ. Τσίπρας, αναμένεται να συναντηθούν στις 12 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες. Η εξαγγελία μια παράτασης του προγράμματος για μερικούς μήνες θα αποτελούσε θετική ένδειξη ότι οι Ευρωπαίοι άκουσαν την κραυγή των Ελλήνων και είναι έτοιμοι εμφανισθούν πιο ευαίσθητοι».
Λος Άντζελες Τάιμς
Η Λος Άντζελες Τάιμς, σε κύριο άρθρο της για την Ελλάδα, αναφέρει ότι «οι Έλληνες ψηφοφόροι βροντοφώναξαν την περασμένη Κυριακή τη φράση “είμαστε εξοργισμένοι”, φέροντας στην εξουσία ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία τασσόμενο κατά της λιτότητας».
Σύμφωνα με το άρθρο, «η εκλογή δεν βελτίωσε τα δημοσιονομικά της χώρας, καθώς το κράτος είναι τόσο υπερχρεωμένο ώστε θα μπορούσε να οδηγηθεί σε πτώχευση εάν οι διεθνείς πιστωτές αρνούνταν να ανανεώσουν το σχέδιο διάσωσης. Τα αποτελέσματα των εκλογών υπενθύμισαν ωστόσο στον υπόλοιπο κόσμο ότι οι Δημοκρατίες δεν μπορούν να υπομείνουν βιώσιμες και επώδυνες μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές επιβάλλονται από έξω, ανεξάρτητα από το πόσο αναγκαίες είναι, ενώ η Ελλάδα θα είναι ενδεχομένως η πρώτη από τις δανειζόμενες χώρες που επαναστατεί. Εάν η ΕΕ θέλει να διατηρήσει άθικτη την Ευρωζώνη, και πρέπει να τη διατηρήσει, τότε χρειάζεται να συνδυάσει τα αιτήματα για λιτότητα με μια μεγαλύτερη προσπάθεια για την τόνωση της ανάπτυξης στις προβληματικές οικονομίες».
Στη συνέχεια σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «η Ελλάδα ήταν ιδιαιτέρως απροετοίμαστη για την κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων που οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου σε πτώχευση. Πληττόμενη από έναν υπέρογκο δημόσιο τομέα, ευρεία φοροδιαφυγή και διαφθορά, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο το χρέος. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι αποδέχτηκαν απρόθυμα τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους που κατείχαν, ενώ η τρόικα παραχώρησε ένα σχέδιο διάσωσης με αντάλλαγμα τις δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και την αύξηση των φόρων».
Όπως επισημαίνεται, «οι Ευρωπαίοι ηγέτες δήλωσαν χθες ότι αναμένουν από την Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες εάν επιθυμεί τη συνέχιση του σχεδίου διάσωσης, ενώ δεν διαθέτουν πολλά περιθώρια ελιγμών καθώς θα ζητούσαν και οι άλλες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης τις όποιες παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Εάν όμως η νέα ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερο να βγει από το ευρώ, παρά να συνεχίσει τις περικοπές, θα προκαλούσε μια επέκταση της κρίσης και σε άλλες χώρες, οδηγώντας ενδεχομένως στη διάλυση της Ευρωζώνης. Όσο σημαντικές μπορεί να είναι οι δομικές μεταρρυθμίσεις για το μέλλον της Ελλάδας τόσο σημαντική είναι και μια αναπτυσσόμενη οικονομία που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για τους Έλληνες. Όπως έδειξαν οι ψηφοφόροι, εάν δεν αισθάνονται την αγάπη ενός καθεστώτος τότε θα το ανατρέψουν».
Christian Science Monitor
H Christian Science Monitor, σε κύριο άρθρο, υποστηρίζει ότι «το μετεκλογικό δράμα θα επικεντρωθεί πιθανώς στο εάν ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, του αριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορέσει να πείσει τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και ειδικά τη Γερμανία να μειώσουν το υπέρογκο χρέος της Ελλάδας. Το μέλλον της ευρωπαϊκής ενότητας εναπόκειται στο αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, δηλώνουν οι ειδικοί. Εάν η Ελλάδα υποχρεωθεί σε έξοδο από το ευρώ, τότε πιθανώς θα ακολουθήσουν η Ιταλία και η Ισπανία. Παρά όμως μιας ελάφρυνση του χρέους ή μια έξοδο από την Ευρωζώνη, η Ελλάδα θα πρέπει να αναμορφωθεί ώστε να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική. Όπως και το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, η Ελλάδα έχει ένα έλλειμμα στην καινοτομία».
Σύμφωνα με το άρθρο, «εκτός από κάποιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και στις δαπάνες, η Ελλάδα μόλις άρχισε να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε ο λαός της να καταστεί καλύτερος επιχειρηματίας και καινοτόμος. Οι περισσότερες επιχειρήσεις παρεμποδίζονται από τη γραφειοκρατία. Ο κ. Τσίπρας έχει δηλώσει ότι επιθυμεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα δημιουργεί καινοτομία. Θα πρέπει να βιαστεί. Πολλοί νέοι επιστήμονες και εφευρέτες έχουν ήδη φύγει. Η κυβέρνηση χρειάζεται να στηρίξει καλύτερα τα υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα, όπως αυτά της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης».
Όπως επισημαίνεται, «κατά την επαναδιαπραγμάτευση της στήριξης της ΕΕ προς την Ελλάδα, το επίκεντρο πρέπει να είναι η αναμόρφωση της οικονομίας που θα επιτρέπει την καινοτομία. Καμία ανακούφιση χρέους δεν μπορεί να αντικαταστήσει την επένδυση σε νέες ιδέες».
Δεξαμενή σκέψης Stratfor
Ο πρόεδρος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Stratfor, Τζορτζ Φρίντμαν, σε ανάλυσή του εκφράζει ανησυχία και κρίσιμα ερωτήματα για τη μελλοντική μορφή της Ευρώπης, διαπιστώνοντας παράλληλα «εντεινόμενο κατακερματισμό της Ευρώπης και τάσεις όπως: η επιθυμία αυστηρότερου ελέγχου των συνόρων, η ενίσχυση των εθνών-κρατών και η διάλυση της πολιτικής βάσης των ευρωπαϊκών χωρών».
Με αφορμή τη νίκη του ριζοσπαστικού αριστερού -όπως χαρακτηρίζεται- κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές εκλογές, ο αρθρογράφος κάνει λόγο «για τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής δυναμικής στην Ευρώπη, μιας δυναμικής αμφισβήτησης της ΕΕ και των πολιτικών της, η οποία εκφράζεται, κατά κύριο λόγο, από κόμματα στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, αλλά και από αριστερά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το Podemos στην Ισπανία».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «ο ρόλος της Ελλάδας από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα, έχει υπάρξει ιδιαιτέρως κρίσιμος, καθώς η χώρα ήταν η πρώτη που ήρθε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, η πρώτη στην οποία επιβλήθηκε η λιτότητα, η πρώτη που βίωσε το δυσβάστακτο βάρος και τα αποτελέσματα της λιτότητας και τώρα η πρώτη που εκλέγει μία κυβέρνηση που υπόσχεται να τερματίσει τη λιτότητα».
Στη συνέχεια, παρουσιάζει ένα σύντομο χρονικό της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, παραθέτει τις δύο «αντικρουόμενες ρητορικές, όσον αφορά την ελληνική κρίση – τη μεν γερμανική, σύμφωνα με την οποία η κρίση κρατικών χρεών ήταν αποτέλεσμα ανεύθυνων κοινωνικών πολιτικών, τη δε ελληνική, ότι η ευθύνη βαρύνει κυρίως τη Γερμανία για την πολιτική εξαγωγών της» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα επιχειρήματα υπέρ της λιτότητας έχουν εξαντληθεί».
Όπως επισημαίνεται, «η ΕΚΤ τερμάτισε -έστω και με μισή καρδιά- το καθεστώς λιτότητας την περασμένη εβδομάδα και η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε σεισμό στο πολιτικό σύστημα της Ευρώπης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετριάσει τη θέση του ως προς την ΕΕ και υπάρχει βάσιμη υποψία ότι μπορεί να επιτύχει τη διαπραγμάτευση νέου προγράμματος που θα ελαφρύνει το βάρος των Ελλήνων».
Σύμφωνα με την ανάλυση, «η Γερμανία μπορεί να μην ενδιαφέρεται εάν η Ελλάδα βγει από το ευρώ, ωστόσο τρέμει στην ιδέα ανόδου πολιτικών κινημάτων στην Ευρώπη που μπορεί να τερματίσουν ή να εμποδίσουν ευρωπαϊκές δομές όπως η ζώνη ελεύθερου εμπορίου, στο πλαίσιο της οποίας διεξάγεται η γερμανική πολιτική εξαγωγών».
Τέλος, ο αρθρογράφος κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» για την ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, «ως αποτέλεσμα των πολιτικών που έχουν ακολουθηθεί», υποστηρίζοντας ότι «το ερώτημα για την Ευρώπη δεν είναι εάν μπορεί να διατηρήσει την τωρινή μορφή της, αλλά πόσο ριζικά αυτή η μορφή θα αλλάξει».