Άρθρο γνώμης υπό τον τίτλο «Μαθήματα από την Αργεντινή για την Ελλάδα» το οποίο υπογράφουν οι Πιερπάολο Μπαρμπιέρι και Δημήτρης Βαλάτσας, αντίστοιχα ο εκτελεστικός διευθυντής και ο διευθυντής της ευρωπαϊκής διεύθυνσης της εταιρείας συμβούλων Greenmantle, δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα The New York Times.
Οι συγγραφείς του άρθρου επισημαίνουν ότι πριν από δυόμισι χρόνια, την προηγούμενη φορά που οι Έλληνες είχαν κληθεί να αναδείξουν κυβέρνηση, η ευρωζώνη βρισκόταν αντιμέτωπη «με μια υπαρξιακή κρίση. Υπήρχαν φήμες περί τραπεζικής κρίσης στην Αθήνα, περί προληπτικής εξόδου των χωρών της Ιβηρικής από τη νομισματική ένωση, ακόμη και του ότι οι Γερμανοί θα εγκατέλειπαν» την ευρωζώνη. «Οι Έλληνες επιστρέφουν τώρα στις κάλπες την 25η Ιανουαρίου για να αντιμετωπίσουν επιλογές παρόμοιες με εκείνες του 2012», σημειώνουν οι Μπαρμπιέρι και Βαλάτσας.
Η μία επιλογή είναι η χώρα να συνεχίσει την οικονομική πολιτική που ασκεί βάσει των όρων του διεθνούς δανεισμού της και των σκληρών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που συνεπάγονται αυτοί, σημειώνουν. «Αυτή είναι η θέση υπέρ της οποίας τάσσεται ο Αντώνης Σαμαράς», εξηγούν. «Η εναλλακτική είναι “ο,τιδήποτε άλλο”—μια κακοφωνία ανάμικτων πολιτικών προτάσεων που προτείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ. Αναλόγως του ποιον ρωτάει κανείς, αυτό σημαίνει από μια μονομερή απόφαση στάσης πληρωμών ως την ακύρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες συνέβαλαν να αποκατασταθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα και η δημοσιονομική βιωσιμότητα», εκτιμούν οι συγγραφείς του άρθρου.
«Ωστόσο», συνεχίζουν οι Μπαρμπιέρι και Βαλάτσας, «υπάρχει κάτι κρίσιμο το οποίο αγνοούν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης κι έχει αλλάξει από το 2012. Αυτές οι εκλογές δεν αφορούν τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, αλλά μάλλον το πώς θα προχωρήσει η χώρα εν μέσω της αρχόμενης ανάκαμψης. Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται από το πρώτο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς, σύμφωνα με τη Eurostat. Το τρίτο τρίμηνο η ανάπτυξη της χώρας ήταν υψηλότερη από εκείνη σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Δεν πρόκειται απλώς για κάτι παροδικό», συνεχίζουν, καθώς «η ανεργία μειώνεται και βρίσκεται πλέον περίπου εκεί που βρισκόταν πριν από το χειρότερο κομμάτι της κρίσης, πριν από δύο χρόνια. Όλα αυτά υποδεικνύουν πως οι μεταρρυθμίσεις φέρνουν, αργά αλλά σίγουρα αποτελέσματα», υποστηρίζουν οι συγγραφείς.
«Αλλά με τις εκλογές να απέχουν μόλις μία εβδομάδα, ο πολιτικός κίνδυνος ξανάρχεται στη μόδα. Μέσα στους τελευταίους δύο μήνες, καθώς οι εκλογές γίνονταν βεβαιότητα, στις αγορές άρχισε να επικρατεί αναταραχή. Από την άποψη των επενδυτών, ο βασικός κίνδυνος είναι ότι οι Έλληνες θα επιλέξουν μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που προαναγγέλλει μια σύγκρουση με τους πιστωτές της χώρας και ένα επισφαλές μακροοικονομικό σχέδιο βασισμένο στις εθνικοποιήσεις, τον εξαναγκαστικό πληθωρισμό των μισθών και κοινωνικές παροχές που η οικονομία δεν αντέχει», προσθέτουν οι Μπαρμπιέρι και Βαλάτσας, οι οποίοι σημειώνουν ακόμη πως με δεδομένες τις δημοσκοπήσεις, το πιθανότερο αποτέλεσμα των εκλογών είναι μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Αλέξης Τσίπρας «προσπάθησε για να μαλακώσει την εικόνα του κόμματός του μετά τις τελευταίες εκλογές», σημειώνουν οι αρθρογράφοι, επισημαίνοντας τη συμμετοχή του στο Φόρουμ Αμπροζέτι στη λίμνη Κόμο της Ιταλίας, όπου συμμετείχε «κηρύττοντας την αξία που έχει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η σημασία του ευρώ». Ακόμη, έχει συγκεντρώσει γύρω του «μια ομάδα οικονομολόγων οι οποίοι δηλώνουν ότι θέλουν να υπάρξει μια “λύση μέσω διαπραγμάτευσης” με τους πιστωτές της χώρας και έχουν συγκρουστεί με στελέχη στη βάση του κόμματος που τάσσονταν υπέρ της μονομερούς κήρυξης στάσης πληρωμών και της “Grexit”», της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη».
Οι δύο αρθρογράφοι υποστηρίζουν πως η «σαφέστερη ένδειξη για τα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά την οικονομική πολιτική δόθηκε από τον ίδιο τον Τσίπρα», αναφερόμενοι στο γεγονός πως «τον Σεπτέμβριο του 2012, είχε δηλώσει στη Βουλή των Ελλήνων ότι ευχόταν η χώρα “να γινόταν Αργεντινή”. Τότε», σημειώνουν οι αρθρογράφοι, «οικονομολόγοι όπως ο Νουριέλ Ρουμπινί ή ο Πολ Κρούγκμαν χρησιμοποιούσαν την Αργεντινή ως παράδειγμα προς μίμηση. Ακόμη και το περασμένο Σαββατοκύριακο, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας, ο πρωθυπουργός Σαμαράς αναφέρθηκε στην Αργεντινή και την κρίση χρέους της το 2001».
Η τελευταία δεκαετία της οικονομικής ιστορίας της Αργεντινής «περιέχει δυο πολύτιμα μαθήματα για την Ελλάδα», κρίνουν οι Μπαρμπιέρι και Βαλάτσας: «το πρώτο είναι πως η απειλή του ΣΥΡΙΖΑ για μορατόριο στο χρέος είναι κενή», αφού «τα χρέη δεν φεύγουν διότι κάποιος αρνείται να τα πληρώσει», σημειώνουν οι συγγραφείς, υπενθυμίζοντας τις δικαστικές περιπέτειες της Αργεντινής στη Νέα Υόρκη αλλά και την υπόσχεση των εταίρων της ευρωζώνης πως θα εξετάσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αλλά μόνο εάν η Αθήνα τηρήσει τους όρους του μνημονίου. Το δεύτερο «μάθημα», προσθέτουν οι συγγραφείς, είναι ότι «ο οικονομικός λαϊκισμός και τα δημοσιονομικά ξόρκια είναι κοντόφθαλμες» πολιτικές, διότι «δεν φέρνουν ανάπτυξη, μόνο απομόνωση και ανισορροπία». Ο κ. Τσίπρας, προσθέτουν, έχει δίκιο για ένα πράγμα: η Αργεντινή «προσφέρει ένα παράδειγμα στο εκλογικό σώμα της Ελλάδας», αλλά είναι «ένα παράδειγμα προς αποφυγή, όχι προς μίμηση».
Η κήρυξη στάσης πληρωμών, υποστηρίζουν τέλος οι Μπαρμπιέρι και Βαλάτσας, θα ήταν καταστροφική για τη χώρα, θα την έστελνε «πίσω στα συντρίμμια».