Κατά νέας διαγραφής ελληνικού χρέους τάσσεται η αυστριακή κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, ενώ σύμφωνα με κύκλους του αυστριακού υπουργείου Οικονομικών, «δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα», γράφει απόψε στην ηλεκτρονική της έκδοση η αυστριακή οικονομική εφημερίδα «Βίρτσαφτσμπλατ».
Οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν πως η Ελλάδα θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και πως προς το παρόν θα πρέπει να αναμένεται η έκβαση των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου και ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης.
Παραπέμποντας στη γερμανική εφημερίδα «Ντι Βελτ», σύμφωνα με την οποία έχει ξεκινήσει η συζήτηση σε κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για νέα διαγραφή ελληνικού χρέους, η «Βίρτσαφτσμπλατ» επικαλείται ανώτερο διπλωμάτη που φέρεται να τής δήλωσε πως, έως τώρα δεν γίνεται καν λόγος ούτε για μια χαλάρωση της εξυπηρέτησης του χρέους.
Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο ενός τρίτου πακέτου βοήθειας για την Αθήνα, έχει ήδη υπολογίσει η «δεξαμενή σκέψης» (think tank «Bruegel» των Βρυξελλών, γράφει η «Βίρτσαφτσμπλατ», αναφέροντας ότι η νέα παράταση των προθεσμιών αποπληρωμής κατά δέκα χρόνια και μια νέα μείωση των επιτοκίων κατά 0,5 μονάδες θα εξοικονομούσε στους Έλληνες 31,7 δισεκατομμύρια ευρώ ή 17% του ελληνικού ΑΕΠ.
Με τον τρόπο αυτό, οι χώρες δανεισμού θα υφίσταντο μόνον μέτριες απώλειες, διότι τα ακόμη ανοικτά δάνεια, συνολικού ύψους 194,7 δισ. ευρώ, θα τους επιστρέφονταν πλήρως, αργότερα από το 2041, όπως ίσχυε έως τώρα, σημειώνει η εφημερίδα.
Η συζήτηση για νέα διαγραφή ελληνικού χρέους φέρεται να ξεκίνησε από τη Βιέννη, με τη συνέντευξη που είχε δώσει την περασμένη Παρασκευή στη δημόσια Αυστριακή Ραδιοφωνία ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών και εκ των σημαντικότερων συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης, Μαρσέλ Φράτσερ, στην οποία είχε επισημάνει ότι «θα πρέπει πιθανόν στην Ελλάδα να μειώσουμε στο ήμισυ το δημόσιο χρέος, δηλαδή θα πρέπει να ξεγραφτούν 120 δισ. ευρώ».
Ο κ. Φράτσερ πρόσθετε στη συνέντευξη πως είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς ποιόν και κατά πόσο αυτό θα έπληττε περισσότερο, και αυτή είναι η Γερμανία με 40 έως 50 δισεκατομμύρια, που σημαίνει, όπως είχε σημειώσει, ότι θα έχανε το πρόσωπο της και θα ήταν επώδυνο για τη γερμανική κυβέρνηση, ωστόσο είναι ένα ποσό που σίγουρα η Γερμανία θα μπορούσε να το αντέξει.
Ο ίδιος θεωρεί πως μακροπρόθεσμα θα πρέπει να γίνουν σκέψεις για το πώς κανείς θα μπορούσε να επαναφέρει την Ελλάδα σε μια βιώσιμη πορεία και να δώσει στη χώρα την ευκαιρία να αναταχθεί.
Στη συνέντευξή του ο κ. Φράτσερ εξέφρασε την άποψη ότι οι άλλες χώρες δεν διατρέχουν κίνδυνο από την ελληνική κρίση, ωστόσο εκείνο το οποίο του προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι εάν γίνει έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, χωρίς όμως ο ίδιος και να πιστεύει πως θα υπάρξει το αποκαλούμενο Grexit, καθώς κάτι τέτοιο δεν συμφέρει, όπως είπε, ούτε την Ελλάδα ούτε και την Ευρώπη, και στην περίπτωση της Ελλάδας θα ήταν «εγγύηση» για μια οικονομική ύφεση, όχι μόνον για ένα έως δύο χρόνια, αλλά για τα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια.