Επικαλούμενη την ιστορία και την περίπτωση της Γερμανίας το 1953, όταν δέχθηκε «γενναία μείωση» του χρέους της, η αρθρογράφος Κάθριν Ράμπελ (Catherine Rampell) κάνει εκτενή αναφορά στην εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ για το ελληνικό χρέος.
«Η Ελλάδα φαίνεται έτοιμη να απαιτήσει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους και η Γερμανία έχει ήδη αρχίσει να απορρίπτει αυτά τα αιτήματα», τονίζει στην ανάλυσή της, υπογραμμίζοντας: «Αλλά, εάν η ιστορία αποτελεί οδηγό, τότε θα πρέπει να αναμένονται κάποιοι ακόμα γύροι αναδιάρθρωσης, με τους πιστωτές της Ελλάδας να πρέπει πιθανώς να προετοιμαστούν για περισσότερα και μεγαλύτερα κουρέματα».
Όπως σημειώνει, «την επόμενη εβδομάδα, οι Έλληνες ψηφοφόροι οδηγούνται στις κάλπες για πρόωρες εκλογές, που είναι ουσιαστικά ένα δημοψήφισμα για τα επώδυνα μέτρα λιτότητας που έχουν υιοθετήσει ηγέτες της χώρας για να κατευνάσουν τους ξένους πιστωτές: Κυρίως, αυξήσεις φόρων, περικοπές δαπανών και άλλα μέτρα λιτότητας που έχουν οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική ύφεση, με διψήφιο αριθμό ανεργίας. Το αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, υπόσχεται να ανατρέψει πολλά από αυτά τα μέτρα και να αγωνιστεί για πρόσθετη αναδιάρθρωση του χρέους, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης. Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ ζητά μια “ευρωπαϊκή διάσκεψη” για το χρέος, παρόμοια με τη σύνοδο του Λονδίνου το 1953, που εξάλειψε μεγάλο μέρος του πολεμικού χρέους της Γερμανίας», όπως επισημαίνεται.
Στη συνέχεια, η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «φυσικά, έχουν αλλάξει (πολλά πράγματα) από το 1953. Τώρα, η Γερμανία είναι ένας σημαντικός πιστωτής σε χώρες που επιβαρύνονται με υψηλά χρέη και είναι δυσαρεστημένη με τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ να αποθρασύνει και άλλα αντιμνημονιακά κόμματα σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία. Η γερμανική ηγεσία διαρρέει ανώνυμα στον Τύπο σχετικά με την αδιαφορία της σε μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (που οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι θα μπορούσε να είναι καταστροφική), προφανώς για να ενθαρρύνει τους Έλληνες ψηφοφόρους να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους για μια νέα σημαντική ελάφρυνση του χρέους».
Στο δημοσίευμα- ανάλυση αναφέρεται επίσης: «Ωστόσο, νέα έρευνα δείχνει ότι η Γερμανία θα πρέπει πιθανότατα να αποδεχθεί επιπλέον απομείωση του χρέους και όχι μόνο επειδή η Ελλάδα έχει καθυστερήσει την αποπληρωμή τού εξωτερικού χρέους της κατά τα μισά περίπου χρόνια από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της. Ένα νέο έγγραφο εργασίας από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (Harvard University’s Carmen M. Reinhart) και το Πανεπιστήμιο του Μονάχου (University of Munich’s Christoph Trebesch) δείχνει ότι θα γίνουν περισσότεροι γύροι αναδιάρθρωσης, που λαμβάνουν χώρα εδώ και πολλά χρόνια, πιθανόν για την Ελλάδα και για πολλές άλλες χώρες».
Μεταξύ άλλων, σημειώνονται τα στοιχεία, τα μεγέθη και οι χρονικές διάρκειες αναδιαρθρώσεων δημόσιου χρέους τα τελευταία 100 χρόνια, επισημαίνοντας ότι «τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: Όποιες κι αν είναι οι ελπίδες και τα όνειρα ανήσυχων πιστωτών και δανειοληπτών, οι κρίσεις κρατικού χρέους σπάνια τελειώνουν με μία μόνο αναδιάρθρωση ή προεπιλογή. Αντίθετα, ιστορικά, έχουν την τάση να τραβήξουν για πολλά χρόνια και με πολλαπλούς γύρους (αναδιάρθρωσης)».
Για την ελληνική κρίση, η αρθρογράφος τονίζει ότι «ξεκίνησε την άνοιξη του 2010, όταν το χρέος της χώρας υποβαθμίστηκε σε καθεστώς junk bond status (ομόλογα κατηγορίας σκουπιδιών) και η τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) έσωσε τη χώρα από τη χρεοκοπία μέσω δανείων διάσωσης. Ακολουθήθηκε από ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης το 2012. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κρίση χρέους έχει διέλθει περίπου μόνο 4½ χρόνια και δύο αναδιαρθρώσεις. Ενώ αυτή η αναδιάρθρωση ήταν μεγάλη, η κρίση χρέους εξακολουθεί να είναι σχετικά “νέα”, γεγονός που υποδηλώνει ότι περισσότερα χρόνια και γύροι αναδιάρθρωσης είναι, αν όχι αναπόφευκτοι, τουλάχιστον πιθανοί, παρά τις εμμονές της Γερμανίας για το αντίθετο».
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι η Κάρμεν Ράινχαρτ (καθηγήτρια του Διεθνούς Οικονομικού Συστήματος στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ), «η οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της εξετάζοντας ζητήματα οικονομικών κρίσεων και χρεοκοπιών», δήλωσε ότι «υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι οι κρίσεις της ευρωζώνης θα είναι ακόμη πιο παρατεταμένες από τον ιστορικό μέσο όρο, ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με τόσο πολλές πλούσιες χώρες. Οι πλούσιες χώρες μπορούν να αντέξουν οικονομικά, παραμένοντας στην άρνηση και να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο για λίγο, προχωρώντας σε σταδιακές υποτιμήσεις και αφήνοντας τις εξουθενωτικές συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης να φουντώνουν».
Σύμφωνα με το άρθρο, η Ράινχαρτ τόνισε συγκεκριμένα: «Όσο περισσότερο καθυστερούν να το καταλάβουν, όμως, τόσο περισσότερα όπλα χρειάζονται στην τσάντα τους και μεγαλώνει πιο πολύ το χρονοδιάγραμμα για την ανάκαμψη».
Καταλήγοντας, η αρθρογράφος υποστηρίζει επίσης ότι «αυτό, ίσως, μπορεί να είναι το καλύτερο επιχείρημα που ο ΣΥΡΙΖΑ -ή όποιος κερδίσει τις εκλογές την επόμενη εβδομάδα- μπορεί να προσφέρει στη Γερμανία σχετικά με την αποτελεσματικότητα της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, όσο το δυνατό νωρίτερα».