Επικριτικός απέναντι σε όσους κατηγορούν την Ελλάδα ότι δεν έχει προχωρήσει σε αρκετές μεταρρυθμίσεις εμφανίζεται σε άρθρο του στους New York Times ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, υποστηρίζοντας την άποψη ότι οι πολίτες δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν άλλο την ίδια κατάσταση.
Ο Κρούγκμαν στηλιτεύει δημοσιεύματα που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα “προσποιείται” και καθυστερεί σκόπιμα τα σκληρά μέτρα που απαιτεί η κατάστασή της, τονίζοντας πως η χώρα μας έχει προχωρήσει σε τεράστιες μεταρρυθμίσεις, «περικόπτοντας θέσεις εργασίας στο Δημόσιο και αποζημιώσεις, κόβοντας κοινωνικά προγράμματα, αυξάνοντας φόρους».
Μάλιστα, επισημαίνει πως το αντίστοιχο στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν να είχαν γίνει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων ύψους πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ανά έτος!
Την ίδια στιγμή, παρατηρεί, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται, όχι τόσο επειδή αυξάνεται το χρέος, αλλά επειδή μειώνεται δραματικά το ΑΕΠ. Υπάρχουν όμως και κάποια θετικά στην όλη κατάσταση, σημειώνει: Η οικονομία αναπτύσσεται ελαφρώς, επιτέλους, κυρίως χάρη στην “αναγέννηση” του τουρισμού. «Ωστόσο, γενικά, πέρασαν πολλά χρόνια ταλαιπωρίας για μία πολύ μικρή ανταμοιβή».
Ο Κρούγκμαν χαρακτηρίζει «αξιοσημείωτη» την προθυμία των Ελλήνων πολιτών να αποδεχθούν την κατάσταση αυτή, όμως «οι Έλληνες ίσως έχουν φτάσει στα όριά τους», και αυτό ανησυχεί την Ευρώπη, όπως επισημαίνει.
Αναφέρει ακόμα παραδείγματα άλλων χωρών όπου ακραία κινήματα εξασφαλίζουν υψηλά ποσοστά στις εκλογές, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και το Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, και σχολιάζει πως «αυτό συμβαίνει όταν μία ελίτ διεκδικεί το δικαίωμα να κυβερνήσει με βάση την υποτιθέμενη τεχνογνωσία της, τη κατανόησή της για το τι πρέπει να γίνει, και μετά αποδεικνύει τόσο ότι δεν ξέρει, στην πραγματικότητα, τι κάνει, όσο και ότι είναι υπερβολικά άκαμπτη ιδεολογικά για να μάθει από τα λάθη της».