Οι υψηλοί φόροι, η δυσκολία και το κόστος χρηματοδότησης που είναι 60% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ και το υψηλό ενεργειακό κόστος που διαμορφώνεται για τη βιομηχανία στα 60 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 50 ευρώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι κύριοι παράγοντες που υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, επεσήμανε απόψε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θόδωρος Φέσσας μιλώντας στο συνέδριο του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου.
Παράλληλα σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒ η σημαντική πτώση των μισθών αντισταθμίστηκε από την αύξηση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις ενώ ένα ποιοτικό στοιχείο που ανέδειξε ήταν το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές κατά μεγάλο ποσοστό (83%) βασίζονται σε προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας, με χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα ενώ τα προϊόντα μέσης τεχνολογίας καλύπτουν το 12 % και τα υψηλής τεχνολογίας καλύπτουν μόλις το 5% των ελληνικών εξαγωγών.
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής του επιμελητηρίου Γιάννος Γραμματίδης υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις νομοθετούνται μεν αλλά λίγες υλοποιούνται. Για παράδειγμα ανέφερε ότι το μητρώο σκαφών αναψυχής έχει θεσπιστεί αλλά δεν υλοποιείται, το ΓΕΜΗ υπολειτουργεί, δεν έχει προχωρήσει η άρση γραφειοκρατικών εμποδίων και η βελτίωση των τελωνειακών διαδικασιών. Τόνισε δε την ανάγκη για απλό, διαρκές, σταθερό, δίκαιο και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα, για το οποίο όπως είπε πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση με τους δανειστές καθώς και για πραγματικό one stop shop για κάθε επένδυση ανεξάρτητα από το μέγεθός της ενώ πρότεινε την ανασύσταση του εθνικού συμβουλίου ανταγωνιστικότητας.
Στην ανάγκη ανασχεδιασμού των χρηματοδοτικών εργαλείων που απευθύνονται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά τη νέα προγραμματική περίοδο, 2014-2020 στάθηκε η Μαρία Βελέντζα, στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τask Force για την Ελλάδα. Όπως επεσήμανε, προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι οι επενδύσεις και για το λόγο αυτό η Ελλάδα πρέπει να γίνει πιο ελκυστική στον τομέα αυτό. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται αναμόρφωση των διαδικασιών αδειοδότησης, των εξαγωγικών διαδικασιών, άρση εμποδίων στον ανταγωνισμό που είναι ακόμη πολύ περιορισμένος σε πολλούς κλάδους, καθώς και βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης. Χαρακτήρισε δε θετική την κατάργηση των αδειών λειτουργίας για 800 επαγγέλματα που ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο Ανάπτυξης.
Την αμερικανική εμπειρία από την κρίση των δεκαετιών του ’70 και του ΄80 περιέγραψε η Nτέμπορα Γουίνς-Σμιθ, πρόεδρος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει παρόμοιες συνθήκες. Όπως είπε οι ΗΠΑ ήταν σε ανάλογη θέση κατά την περίοδο εκείνη οπότε αντιμετώπισε ύφεση, πληθωρισμό 13 %, επιτόκια 20 %, υψηλή ανεργία, μείωση της αξίας του δολαρίου. Οι κυβερνήσεις Κάρτερ και Ρήγκαν πήραν σειρά μέτρων για μείωση του ελλείμματος και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, με έμφαση στη μείωση φόρων, αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, μείωση των δημοσίων δαπανών και την αντιπληθωριστική πολιτική. Παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες που περιελάμβαναν μεγαλύτερη ύφεση, ανεργία ακόμη και κλείσιμο τραπεζών, στη συνέχεια η ανεργία, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια μειώθηκαν, το χρηματιστήριο ανέβηκε, ενώ τότε δημιουργήθηκε η Silicon Valley και νέες βιομηχανίες, όπως η πληροφορική και η ρομποτική. Η κα Σμιθ τόνισε ότι στο σύγχρονο κόσμο όλοι ανταγωνίζονται για τα πάντα, παντού και ότι η χώρα μας πρέπει να προσαρμοστεί στο σύγχρονο μοντέλο διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Ο βασικός δείκτης όπως είπε είναι πού θέλουν να ζήσουν και να κάνουν καριέρα οι νέοι άνθρωποι. “Τον 5ο αιώνα π.Χ. όλοι ήθελαν να έρθουν στην Αθήνα”, επεσήμανε χαρακτηριστικά.