Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο Κλάους Ρέγκλινγκ διαβεβαίωσε πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, «παρόλο που είναι μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ, παραμένει βιώσιμο ακόμη και μετά την κρίση της πανδημίας».
Επίσης, ο διευθύνων σύμβουλος του ESM παρατήρησε ότι αν και υπάρχουν προκλήσεις και κίνδυνοι «είναι στο χέρι της κυβέρνησης να διατηρήσει το κόστος δανεισμού -και συγκεκριμένα το περιθώριο των ελληνικών ομολόγων- σε χαμηλό επίπεδο».
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ανέφερε ότι υπάρχουν τρείς βασικοί λόγοι, οι οποίοι επηρεάζουν θετικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους:
- Ο πρώτος, αφορά την πολύ καλή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας το 2019 πριν ξεσπάσει η κρίση.
- Ο δεύτερος, αφορά τη δομή του ελληνικού χρέους μετά την αναδιάρθρωση του, καθώς σχεδόν το μισό από αυτό (55%) αφορά σε χαμηλότοκα δάνεια πολύ μακράς διάρκειας που έχει χορηγήσει ο ESM.
- O τρίτος λόγος συνδέεται με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και τα έκτακτα μέτρα που εφαρμόζει στην περιόδο της κρίσης, τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ρέγκλινγκ υπογράμμισε ότι η αύξηση τόσο του δημοσίου χρέους της Ελλάδας όσο και των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, αλλά και η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, απετέλεσαν την ενδεδειγμένη αντίδραση των κυβερνήσεων, προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία.
Ωστόσο, τόνισε ότι μετά το τέλος της πανδημίας η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στον δρόμο των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως άλλωστε έχει δεσμευτεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε πρόσφατα στην ΕΕ Αναφερόμενος στις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, ο κ. Ρέγκλινγκ, εμφανίστηκε αισιόδοξος χαρακτηρίζοντάς τες, «διαχειρίσιμες».
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμόσει, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, καθώς και η επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.