«Απόλυτα λανθασμένους» χαρακτηρίζει τους χειρισμούς των Βρυξελλών στην περίπτωση της οικονομική κρίσης που έπληξε την Ελλάδα ο διάσημος, γαλλικής καταγωγής, Βρετανός οικονομολόγος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Φιλίπ Λεγκρέν, σε σημερινή εκτενή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Βίνερ Τσάιτουνγκ».
Ο οικονομολόγος ασκεί δριμεία κριτική στη γερμανική κυβέρνηση της Άγγελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι οποίοι, κατά την άποψή του, φέρουν την πλήρη ευθύνη και χαρακτηρίζει «καταστροφική την στρατηγική» των ευρωπαϊκών θεσμών στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην ΕΕ.
Όπως αναφέρει, το ελληνικό δημόσιο χρέος προφανώς δεν ήταν βιώσιμο και θα έπρεπε να διαγραφεί, κάτι που όμως θα σήμαινε απώλειες για γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οι οποίες είχαν δανείσει μεγάλα ποσά στην Ελλάδα, αλλά αντί αυτού οι ιθύνοντες των πολιτικών αποφάσεων ενήργησαν ως να επρόκειτο μόνον για πρόσκαιρες οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας, δανείζοντας της χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Κατά την άποψή του, αντί αυτοί να ενώσουν την Ευρώπη και να προσπαθήσουν συλλογικά να φρενάρουν τις τράπεζες, οι οποίες οδήγησαν σε αυτή την άθλια κατάσταση – ανάμεσά τους και πολλές αυστριακές τράπεζες, που έκαναν μεγάλα λάθη – διέσπασαν την Ευρώπη και υπήρχαν ξαφνικά πιστωτές, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, και οφειλέτες.
Αντί μιας ‘Ενωσης με ισότιμα κράτη, η ΕΕ εξελίχθηκε σε κάτι, το οποίο οι χώρες-πιστωτές εκμεταλλεύονταν για να επιβάλουν τη θέλησή τους στις χρεωμένες χώρες και αυτό είναι μια τραγωδία που καταστρέφει την ΕΕ.
Ο Φιλίπ Λεγκρέν διευκρινίζει ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, η Γερμανία και άλλες χώρες απείλησαν να τις αποπέμψουν από την Ευρωζώνη, επειδή γνώριζαν ότι οι Έλληνες και οι Ιρλανδοί ήθελαν απεγνωσμένα να είναι ένα τμήμα της Ευρώπης, ενώ φοβούνταν μήπως χάσουν το ευρώ, κάτι που οι χώρες-πιστωτές εκμεταλλεύθηκαν για να τους θέσουν άδικους όρους, κάτι που είναι το τελείως αντίθετο από αλληλεγγύη.
Συγχρόνως καταγγέλλει ότι η γερμανική κυβέρνηση υπό την Άγγελα Μέρκελ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν διαπράξει στρατηγικά λάθη που απέβησαν καταστροφικά, μετατρέποντας, κάτι που αρχικά ήταν στην Ευρώπη μόνον μια δημοσιονομική κρίση, σε μια διογκωμένη οικονομική κρίση.
Διέσωσαν τράπεζες αλλά αρνήθηκαν να διαγράψουν μη βιώσιμα χρέη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, και, αντί να προωθήσουν την ανάπτυξη, επέβαλαν υπερβολική λιτότητα η οποία μάλιστα οδήγησε σε ακόμη υψηλότερο δημόσιο χρέος .
Επιπλέον λάθη που έγιναν, οδήγησαν, όπως σημειώνει, σε έναν πανικό που παρ΄ ολίγο να διαλύσει την Ευρωζώνη, ενώ κάθε φορά προστίθενταν περισσότερα μέτρα λιτότητας και, αφότου η ΕΚΤ σταμάτησε αυτόν τον πανικό που η ίδια έσπειρε, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η στρατηγική λειτούργησε, κάτι που βέβαια συνιστά πλήρη ανοησία.
Ο ίδιος πιστεύει πως οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν ότι κυβερνήσεις θέτουν τα συμφέροντα των τραπεζών υπεράνω εκείνων των πολιτών τους, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκεται η Γερμανία σε απόλυτα κυρίαρχη θέση, ακολουθώντας μάλιστα μια λανθασμένη πολιτική γραμμή.
Πρόκειται, προσθέτει, για έναν αναποτελεσματικό και άδικο ιμπεριαλισμό από την πλευρά της και οι απαιτήσεις που θέτει – είτε πρόκειται για τη διασφάλιση των γερμανικών τραπεζών, είτε για την υλοποίηση λιτότητας και περικοπές μισθών – υπονομεύουν τις ευρωπαϊκές εθνικές οικονομίες αλλά και την αποδοχή της ΕΕ, για τη διάσωση της οποίας χρειάζεται μια αλλαγή της.
«Τα λάθη έγιναν αποκλειστικά και μόνον από μία κυβέρνηση, εκείνη της Άγγελα Μέρκελ, η οποία ήταν όλη αυτή την περίοδο καγκελάριος, και την ευθύνη φέρουν αυτή και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και κανένας άλλος», τονίζει, προσθέτοντας ταυτόχρονα πως ο γερμανικός δρόμος ήταν ο λανθασμένος και για την ίδια τη Γερμανία, καθώς είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι η Γερμανία αποτελεί μια τεράστια οικονομική επιτυχία τη στιγμή που οι Γερμανοί (αφαιρώντας κανείς τον πληθωρισμό) έχουν σήμερα μικρότερο εισόδημα από το 1999.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο Φιλίπ Λεγκρέν επισημαίνει τις ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις στην Ευρώπη, που προκαλούν επίσης πολιτικές προστριβές, με παλιά στερεότυπα, όπως ότι οι Νότιοι Ευρωπαίοι είναι τεμπέληδες, να αναβιώνουν, τις ακροδεξιές δυνάμεις να ανέρχονται στις Ευρωεκλογές του Μαϊου, την αποδοχή της ΕΕ να είναι χαμηλότερη από ποτέ, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει μια ολόκληρη γενιά νέων που ποτέ δεν είχε εργασία και που δεν έχει καμιά ελπίδα ότι θα αποκτήσει στο μέλλον.
Ο ίδιος, ως «φιλοευρωπαίος», επειδή θέλει να έχει επιτυχία η Ευρώπη ζητάει να αλλάξει, ενώ πιστεύει πως είναι πολύ πασιφανές ότι όχι μόνον στις Βρυξέλλες αλλά επίσης σε εθνικό επίπεδο, δεν υπάρχουν πλέον τολμηρές ηγετικές προσωπικότητες με αποσαφηνισμένες ιδέες, αλλά υπάρχουν μόνον συνεσταλμένοι τεχνοκράτες με περιορισμένες φιλοδοξίες, οι οποίοι είναι ευτυχείς και μόνον που μπορούν να παραμένουν στις θέσεις τους.
Ωστόσο, όπως τονίζει, σε άσχημες εποχές, όταν μια χώρα έχει ανάγκη ηγεσίας και αλλαγών, χρειάζονται τολμηρές ηγετικές προσωπικότητες, πολιτικά εγχειρήματα και νέοι άνθρωποι που θα δώσουν έναν καινούριο άνεμο, ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται και ένας λαός που απαιτεί την αλλαγή.