Το μόνο που μπορεί να καταφέρει η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας μέχρι το 2020 είναι να καθηλώσει στην ανεργία περισσότερους από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας, ενώ η περιοριστική πολιτική που ασκήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση απλώς μετατόπισε το έτος κρίσης (2016) μόνο κατά δύο χρόνια, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, με αφορμή τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, για την καταστολή της ανεργίας και την εξεύρεση 770.000 θέσεων εργασίας έως το 2020.
Ο κ. Ρομπόλης χαρακτηρίζει εφικτό αυτό τον στόχο εάν αφορά θέσεις σταθερής απασχόλησης «μόνο με την προϋπόθεση ότι η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα, δηλαδή γύρω στο 8%».
Ωστόσο, θεωρεί ότι μέχρι το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας «θα κινηθεί στο 1%- 1,5% με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας μεταξύ 20%- 22%». Τα παραπάνω στοιχεία, διευκρινίζει, περιλαμβάνονται μαζί με άλλες ενότητες, όπως το ασφαλιστικό κ.α., στην έκθεση που θα παρουσιάσει στο πλαίσιο της ΔΕΘ, το ΙΝΕ, την Πέμπτη, στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την έκθεση, αναφέρει ο κ. Ρομπόλης, θεωρούμε ότι «το 27% της ανεργίας που έχουμε σήμερα -με τη συνέχιση αυτών των πολιτικών λιτότητας, περιορισμού των εισοδημάτων και της υπερφορολόγησης- το 2020 θα κινηθεί ανάμεσα στο 22%- 23% γεγονός το οποίο θα διατηρήσει το επίπεδο της ανεργίας υψηλό, δηλαδή για πάνω από 1.000.000 άτομα»
Υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της στατιστικής ανεργίας, καθώς στην πρώτη «οι αριθμοί είναι τελείως διαφορετικοί» και εξηγεί ότι μιλάμε πάντα για τη στατιστική ανεργία με τα επίσημα στοιχεία, για να έχουμε μια βάση δεδομένων αρκετά επιστημονική και τεχνικά έγκυρη».
Σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, εάν το ΙΝΕ διαπιστώνει κάποια μεταστροφή της ασκηθείσας πολιτικής αντιμετώπισης της ανεργίας (ευέλικτες μορφές εργασίας), ο κ. Ρομπόλης αναφέρει ότι σε μια άλλη ενότητα της έκθεσης, αποδεικνύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η ευελιξία και η μείωση των μισθών δεν απέδωσαν. Επομένως, τονίζει, «η εναλλακτική λύση, είναι η διακοπή της λιτότητας και η έναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αύξηση των μισθών προκειμένου να ενεργοποιηθεί η ζήτηση στη χώρα μας». Παράλληλα, προσθέτει, πρέπει να διοχετευθεί ρευστότητα, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες πλέον πρέπει να στοχεύσουν στην αξιοποίηση και της εξωτερικής αγοράς. Γιατί σε μια διεθνοποιημένη οικονομία δεν επιτρέπεται οι επιχειρήσεις να εξαντλούνται μόνο στην αξιοποίηση της εσωτερικής αγοράς. Κατ’ αυτό τον τρόπο, συνεχίζει, όπως «προκύπτει και από τους υπολογισμούς μας, μπορούμε να έχουμε μια πιο γρήγορη και πιο σίγουρη απορρόφηση της ανεργίας μέχρι το 2020».
Η ύφεση, αναφέρει, είναι το βασικό πρόβλημα και πρέπει να αντιμετωπιστεί για τα ίδια τα άτομα για την κοινωνία, από άποψη κοινωνικής συνοχής αλλά και για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και κυρίως για τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.
Όσον αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με την έκθεση, θεωρείται κρίσιμο έτος το 2016, και για την ενίσχυσή τους απαιτούνται 950 εκατ. ευρώ.
Βεβαίως, σημειώνει, το 2017 θα απαιτηθούν περισσότερα, το 2018 ακόμη περισσότερα, όπως και τα επόμενα έτη. Δυστυχώς η αντίληψη ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας στην περιοχή των συντάξεων θα εξασφάλιζε πόρους για τη χρηματοδότηση του συστήματος, πάλι δεν έδωσε αποτέλεσμα γιατί όσοι πόροι εξασφαλίστηκαν, απορροφήθηκαν από το υψηλό επίπεδο ανεργίας, την ανασφάλιστη εργασία και τους χαμηλούς μισθούς.
«Ανάμεσα σε δύο μελέτες μας το 2010 κι το 2013 βλέπουμε ότι το έτος κρίσης στην πρώτη ήταν το 2014 και στη δεύτερη το έτος κρίσης είναι το 2016. Επομένως», καταλήγει, «όλη αυτή η περιοριστική πολιτική που ασκήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση στην ουσία μετατόπισε το έτος κρίσης μόνο κατά δύο χρόνια».