Η απειλή του αποπληθωρισμού είναι όλο και μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Τον Αύγουστο, οι τιμές στην ευρωζώνη επιβραδύνθηκαν πάλι, η αύξησή τους σε ετήσια βάση έφτασε μόλις το 0,3%, έναντι 0,4% τον Ιούλιο και 1,3% το καλοκαίρι του 2013. Το τελευταίο δωδεκάμηνο, αυξήθηκαν μόλις κατά 0,8% στη Γερμανία και κατά 0,02% στο Βέλγιο, ενώ μειώθηκαν κατά 0,5% στην Ισπανία. Στην Ιταλία, οι τιμές μειώθηκαν κατά 0,1% τον Αύγουστο, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα από το 1959.
Ο πολύ μικρός πληθωρισμός στην Ευρώπη κάνει πολλούς να φοβούνται ένα σενάριο α-λα ιαπωνικά. «Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί, αλλά αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό σε έξι μήνες ή ένα χρόνο θα γνωρίσουμε ακριβώς αυτή την κατάσταση», προειδοποιεί ο γάλλος οικονομολόγος Σαρλ Ιπλόζ. Το νομισματικό εργαλείο, τονίζει, δεν μπορεί πλέον να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό. Μόνο μια δημοσιονομική ανάκαμψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με την προσωρινή εγκατάλειψη των προγραμμάτων μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων, θα επιτρέψει στην Ευρώπη να γλυτώσει την ύφεση.
Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, λέει στη Λιμπερασιόν ο Ιπλόζ, που διδάσκει διεθνείς σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δεν έχει πάψει να προειδοποιεί για τους κινδύνους της λιτότητας, επισημαίνοντας την ίδια ώρα την ανάγκη για βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που προέβλεπε έναν ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 2%, έπεσε εντελώς έξω στις προβλέψεις της. Το πρόβλημα είναι ότι με ένα επιτόκιο 0,15% και μια πολιτική αρκετά φιλική, ο Ντράγκι εξάντλησε ουσιαστικά όλα τα χαρτιά του. Εξ ου και η έκκλησή του προς τα κράτη να πάρουν τη σκυτάλη και να λάβουν μέτρα για την ανάπτυξη. Κατά κάποιο τρόπο, η νομισματική πολιτική έπαψε να υπάρχει και δεν πρέπει να περιμένει κανείς από αυτήν πολλά πράγματα».
Η ΕΚΤ δεν διαθέτει δηλαδή πλέον το όπλο της «ποσοτικής χαλάρωσης», τη μαζική αγορά τίτλων δηλαδή ώστε να αυξηθεί η ποσότητα του χρήματος; «Πρόκειται για το λεγόμενο `μπαζούκα` των κεντρικών τραπεζών, τα αποτελέσματά του όμως είναι περιορισμένα, όπως έχουν δείξει τα παραδείγματα της Αμερικής, της Αγγλίας και κυρίως της Ιαπωνίας. Τέτοιες πολιτικές επηρεάζουν βέβαια την ισοτιμία, και αν η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου μειωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά 20%, θα μπορούμε να λέμε ότι αρχίζει να μειώνεται ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη αποφασίσει να προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση».
Γιατί όμως δεν υπάρχει πληθωρισμός; «Η απάντηση είναι απλή: το πρόβλημα δεν έχει σχέση με τη ρευστότητα, αλλά με την απουσία της ανάπτυξης. Εκείνη προκαλεί αύξηση των τιμών. Πρέπει λοιπόν να πάψουμε να δίνουμε έμφαση στην ΕΚΤ, ο Ντράγκι έκανε αυτά που μπορούσε, και να κινηθούμε πολύ γρήγορα. Μόνο το ηλεκτροσόκ της προσωρινής εγκατάλειψης της λιτότητας μπορεί να μας απομακρύνει από τον φαύλο κύκλο του αποπληθωρισμού».
Ο γάλλος οικονομολόγος θεωρεί ότι αυτή τη φορά ο (απομακρυνθείς υπουργός Οικονομίας) Αρνό Μοντμπούρ είχε δίκιο. Πρέπει οπωσδήποτε να αναβληθεί για αργότερα η μείωση των ελλειμμάτων. Η Γαλλία δεν ήταν ποτέ σε θέση όμως να αρθρώσει μια αξιόπιστη στρατηγική σε αυτόν τον τομέα. Συνεχώς προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Κι όμως, ο Φρανσουά Ολάντ θα μπορούσε να αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έστω κι αν του κοστίσουν πολιτικά, και να εξηγήσει τι ακριβώς θα κάνει η Γαλλία για να προχωρήσει στη συνέχεια σε μείωση των ελλειμμάτων της. Αν η γαλλική κυβέρνηση προχωρήσει σε μια γενναία μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αν αναλάβει δεσμεύσεις στο θέμα της μεταρρύθμισης του κράτους και του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων της, θα μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Αυτό καλούνται να κάνουν τώρα ο Μανουέλ Βαλς και ο νέος υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν.
Ο στόχος δεν είναι η αύξηση των δημοσίων δαπανών, που στη Γαλλία φτάνουν ήδη το 57% του ΑΕΠ, αλλά η αύξηση της αγοραστικής δύναμης μέσω της μείωσης των υποχρεωτικών εισφορών. Αυτό θα είναι πολύ θετικό για τις μεσαίες τάξεις και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δεν σταματούν να λένε ότι ο κατάλογος των παραγγελιών που έχουν είναι κενός. Ο σύνδεσμος βιομηχάνων, βέβαια, δεν συμφωνεί, δείχνοντας να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, που το μεγαλύτερο μέρος των αγορών τους βρίσκεται εκτός Γαλλίας.
Θα πειστεί όμως η Γερμανία; «Αυτό είναι το πιο δύσκολο, όμως η περίοδος που διανύουμε δεν ήταν ποτέ πιο κατάλληλη για να ασκηθούν πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η Αγγελα Μέρκελ τελεί υπό την πίεση των σοσιαλδημοκρατών με τους οποίους συγκυβερνά, καθώς και του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και της ΕΚΤ. Η Γερμανία, που βρήκε κερδισμένη από την κρίση του 2008, βρίσκεται σήμερα χωρίς αέρα στα πανιά της λόγω της επιβράδυνσης των αναδυόμενων χωρών και χρειάζεται και αυτή την ανάκαμψη. Αντίθετα από πολλούς εκ των γειτόνων της, έχει περιθώρια ελιγμών για να συμβάλει στην ανάκαμψη αυτή. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι οι πιέσεις θα αυξηθούν».