Η εφημερίδα New York Times, δημοσιεύει ανάλυση του Χιούγκο Ντίξον, του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters που αναφέρει πως «η ευρωπαϊκή κρίση χρέους βρίσκεται εν υπνώσει, αλλά δεν έχει προς το παρόν τερματιστεί», προσθέτοντας ότι «κι αυτό, γιατί η ευρωζώνη υποφέρει λόγω οικονομικής στασιμότητας, ανεργίας και χρέους και η κρίση θα μπορούσε εύκολα να αναζωπυρωθεί, διότι η περιοχή δεν βρίσκεται ακόμη σε θέση να ανταπεξέλθει ενός ισχυρού οικονομικού σοκ».
Στη συνέχεια διατυπώνεται η άποψη ότι «επιπλέον, η ταχεία επιδείνωση των σχέσεων ΕΕ- Ρωσίας, λόγω της κατάρριψης του επιβατικού αεροσκάφους των μαλαισιανών αερογραμμών στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας, θα μπορούσε να επιφέρει ένα νέο πλήγμα και εάν η Ευρώπη επιβάλει κυρώσεις εις βάρος της Μόσχας, αυτό θα έχει επιπτώσεις και για την ίδια την ΕΕ».
Η ευρωζώνη, όπως υποστηρίζει ο κ. Ντίξον, «οφείλει να λάβει μέτρα για να διασφαλιστεί έναντι μιας ενδεχόμενης καταστροφής, καταρχήν να αμβλύνει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ για να αυξήσει τον πληθωρισμό, να ενισχύσει τις δομικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη- μέλη της, ιδιαίτερα στη Γαλλία, την Ιταλία, αλλά και τη Γερμανία, καθώς επίσης να αμβλύνει ορισμένες από τις σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές της».
Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, «πρέπει, ωστόσο, να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν ορισμένα φωτεινά σημεία, καθώς ακόμη και η Ελλάδα μοιάζει να έχει ξεφύγει από την οικονομική κατάρρευση. Επίσης, τώρα που τα επιτόκια δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω, η ΕΚΤ χρειάζεται απαραιτήτως να εισάγει ένα αποφασιστικό πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης, πράγμα που σημαίνει την αγορά κρατικών ομολόγων σε μεγάλες ποσότητες, μια προοπτική που θα είχε δυο πλεονεκτήματα, αφενός την άνοδο του πληθωρισμού, αφετέρου την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας».
Τέλος, επισημαίνεται ότι «υπάρχουν πλέον πολλά επιχειρήματα προκειμένου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παραχωρήσει στις χώρες εκείνες που επιδίδονται σε σοβαρές δομικές μεταρρυθμίσεις επιπρόσθετο χρόνο για να εκπληρώσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους. Μια τέτοια προσέγγιση είχε θετικά αποτελέσματα με την Ισπανία, αλλά η παραχώρηση επιπρόσθετου χρόνου πρέπει να αξιοποιηθεί για την αποφυγή νέων φορολογικών αυξήσεων και όχι για τη μείωση των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες».