Στόχο η Ελλάδα να έχει κλείσει όλα τα ανοικτά μέτωπα στη διαπραγμάτευση με την τρόικα έως το Eurogroup του Λουξεμβούργου, στις 13 Οκτωβρίου, έχει θέσει ο υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης.
Βούληση του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, και του υπουργού Οικονομικών είναι πριν την ανακοίνωση των τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών να έχει κλείσει οριστικά η πέμπτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος από το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ και να απομένει ανοικτή μόνον η συζήτηση με τους Ευρωπαίους εταίρους για τη διευθέτηση του χρέους.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει μέσα στις επόμενες 8 εβδομάδες η κυβέρνηση να έχει διευθετήσει μια σειρά από κρίσιμες εκκρεμότητες, αρχής γενομένης με τα έξι προαπαιτούμενα, που συνδέονται με την αποδόση του Αύγουστου, αλλά και 438 μνημονιακές δράσεις, για τις οποίες η τρόικα έχει βγάλει κίτρινη κάρτα στην κυβέρνηση.
Ο κ. Χαρδούβελης, στις συναντήσεις που είχε με τους Πόουλ Τόμσεν (ΔΝΤ), Κλάους Μαζούχ (ΕΚΤ) και Ντέκλαν Κοστέλο (ΕΕ), τις προηγούμενες ημέρες, φέρεται να ξεκαθάρισε στους επικεφαλής της τρόικας πως η διαπραγμάτευση, η οποία θα ξεκινήσει στα μέσα Σεπτεμβρίου, θα ολοκληρωθεί μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο των 20 ημερών και ότι δε καμία περίπτωση δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις.
Τις ίδιες αναφορές έκανε χθες το βράδυ ο κ. Χαρδούβελης και σε υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, σε διευρυμένη σύσκεψη με αντικείμενο την εφαρμογή του Μνημονίου. Ο υπουργός ανέφερε πως θα πρέπει να κλείσουν το ταχύτερο δυνατόν τα ανοικτά μέτωπα, ώστε να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα η ελληνική πλευρά.
Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών θεωρεί πως η καλύτερη του αναμενόμενου εκτέλεση του προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με την εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, θα διασφαλίσουν το άνοιγμα της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους στο τέλος του φθινόπωρου και θα διευκολύνουν την προσπάθεια για νέα έξοδο της χώρας στις αγορές μέσω 7ετούς ομολόγου.
Πάντως, ο υπουργός Οικονομικών και οι συνεργάτες του φοβούνται πως πιθανόν να υπάρχει επιδείνωση των συνθηκών στις χρηματαγορές από τα τέλη Οκτωβρίου λόγω των αποτελεσμάτων των τεστ αντοχής που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και λόγω της απόσυρσης των έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Η ελληνική πλευρά θέλει να διασφαλίσει πως το απόθεμα ασφαλείας του ΤΧΣ ύψους 11 δισ. ευρώ δεν θα πειραχθεί για να καλύψει πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών και παράλληλα θέλει να προχωρήσει σε εκείνο το σχεδιασμό που θα επιτρέψει να εξαλειφθούν – στο μέτρο του δυνατού- όλα τα δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά κενά έως τα τέλη του 2016.