«Δεύτερη ευκαιρία» να εξοφλήσουν τις οφειλές τους σε έως 120 δόσεις έχουν οι φορολογούμενοι που είχαν λάβει δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να τα εξυπηρετήσουν με αποτέλεσμα να καταπέσουν.
Η ρύθμιση αφορά οφειλές που προέρχονται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, τα οποία χορηγήθηκαν με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου ή της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή της εταιρείας Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑE (TΕΜΠΜΕ ΑΕ) και τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7 Οκτωβρίου 2019.
Οι λεπτομέρειες της ρύθμισης καθορίζονται με απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Απόστολου Βεσυρόπουλου.
Σύμφωνα με την απόφαση:
- Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση των 120 δόσεων, υποβάλλεται μέχρι και την 30η Απριλίου 2021 στην υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.
- Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και την χορήγηση μοναδικού κωδικού πληρωμής, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
- Η υπαγωγή στη ρύθμιση συντελείται μετά την εκούσια καταβολή της πρώτης δόσης αυτής. Τα ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά. Ομοίως, τα αποδιδόμενα ποσά από πράξεις εκτέλεσης λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκειά της και δεν πιστώνονται διαφορετικά.
- Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και στα Ελεγκτικά Κέντρα, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων που προέρχονται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, με εκδοθείσες έως και το έτος 2012 υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 2332/1995 (Α’ 181) ή παροχής της εγγύησης της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ» (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή της εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ (ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ), όπως ισχύουν, τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7.10.2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες, δύνανται να ρυθμίζονται σε έως και εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις, με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης του άρθρου 5 της παρούσας, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Προϋπόθεση είναι αυτές να έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης από την 7η Οκτωβρίου 2019 μέχρι την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, με απαλλαγή κατά ποσοστό από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν και να μην έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.
- Μετά από επιλογή του οφειλέτη δύνανται επιπλέον να υπαχθούν οφειλές που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μέχρι και την 30η Απριλίου 2021 (καταληκτική ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση), οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής και οι οποίες κατά την ημερομηνία της αίτησης:
α) δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής ή
β) τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου.
- Στη ρύθμιση δύνανται να υπάγονται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις μετά την καταληκτική ημερομηνία υπαγωγής, ήτοι την 30η Απριλίου 2021, και:
- Οφειλές που προέρχονται από την ίδια ως άνω αιτία, οι οποίες είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7 Οκτωβρίου 2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες και θα καταχωρισθούν στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μετά την καταληκτική ημερομηνία υπαγωγής σε πρόγραμμα ρύθμισης του άρθρου 293 του ν. 4738/2020, ήτοι την 30.04.2021, κατόπιν αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής εντός έξι μηνών από την καταχώριση των οφειλών αυτών.
Ελάχιστο ποσό δόσης
- Το ελάχιστο ποσό δόσης ρύθμισης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 20 ευρώ. Με την υπαγωγή και υπό την προϋπόθεση της τήρησης του προγράμματος ρύθμισης δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. Βασικές συνολικές οφειλές που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης της παρούσας, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, από την υπαγωγή σε ρύθμιση, επιβαρύνονται με τόκο που ανέρχεται σε τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3%) ετησίως υπολογισμένο.
- Η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση 0,25%.
Απώλεια της ρύθμισης
- Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής της με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλλει δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα,
β) δεν εξοφλήσει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης του παρόντος, εντός διμήνου από τη λήξη προθεσμίας καταβολής τους ή εντός διμήνου από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία καταβολής τους έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,
γ) δεν υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή της, εντός τριών (3) το αργότερο μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή.
Ευεργετήματα
- Η υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση παρέχει στον οφειλέτη και τα ακόλουθα ευεργετήματα:
α) χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4174/2013 (Α’ 170, Κ.Φ.Δ.),
β) αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ή διακόπτεται εφόσον εκκίνησε η εκτέλεσή της. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα, γ) αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων. Η αναστολή της παρούσας δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, αλλά τα αποδιδόμενα από αυτές ποσά λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά. Αν ο οφειλέτης απωλέσει τη ρύθμιση, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
Δικαιώματα του Δημοσίου
- Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:
α) να μην χορηγεί στον οφειλέτη αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Φ.Δ.,
β) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε.,
γ) να επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, των συνυπόχρε-ων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη.
Λοιπά στοιχεία της ρύθμισης
- Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης δεν επιτρέπεται η υπαγωγή των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής.
- Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και αφορά και τις οφειλές για τις οποίες αυτός ευθύνεται. Πρόσωπα που ευθύνονται για την καταβολή μέρους της οφειλής δικαιούνται να ρυθμίσουν μέρος αυτής.
- Ο οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης της παρούσας δύναται να επιλέξει την υπαγωγή του σε άλλο πρόγραμμα ρύθμισης με διαφορετικό αριθμό δόσεων για το υπόλοιπο προς καταβολή ποσό και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται απαλλαγή από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το εναπομείναν ποσό, σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα ρύθμισης και ο συνολικός αριθμός μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 120, υπολογιζόμενος από την πρώτη δόση του αρχικού προγράμματος ρύθμισης.
- Στην περίπτωση που ο οφειλέτης, σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης, εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών ή σε περίπτωση εξόφλησης του συνόλου της οφειλής με οποιονδήποτε τρόπο, τυγχάνει απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται κατά την ημερομηνία της εξόφλησης.
- Σε περίπτωση που δεν προκύπτει από τον χρηματικό κατάλογο ότι, η οφειλή προέρχεται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων (με εκδοθείσες έως και το έτος 2012 υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου ή παροχής της εγγύησης της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ» (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή της εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ -ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ, όπως ισχύουν) τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7 Οκτωβρίου 2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες, και προκειμένου να υπαχθεί στη ρύθμιση, ο αιτών απαιτείται να προσκομίσει έγγραφη βεβαίωση της βεβαιούσας αρχής προς την αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία που ορίζει ρητά ότι η οφειλή εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3 της παρούσας.