Η κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου στο Ιράκ πλήττει τις ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Πολλές από αυτές εγκαταλείπουν το Ιράκ ή αποσύρουν τα στελέχη τους από τις περιοχές των συγκρούσεων.
«Πρόκειται για μια τραγωδία. Ελπίζω να επιστρέψει η σύνεση στο Ιράκ μετά από αυτή την αιματοχυσία», λέει στο μικρόφωνο της Deutsche Welle o Ερνστ Γιόαχιμ Τραπ, επιχειρηματίας στον κλάδο των κατασκευών, από το Βέζελ της Γερμανίας. Ο Τραπ διευθύνει μια οικογενειακή επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ο τελευταίος άρχισε να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο Ιράκ το 1952. Οι επαφές του πατέρα του άνοιξαν αργότερα το δρόμο για νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες στον Ερνστ Γιόαχιμ Τραπ, ο οποίος αναφέρεται στο μυστικό της επιτυχίας όσον αφορά τις συναλλαγές στο Ιράκ. «Το σημαντικότερο είναι η διασφάλιση καλών εταίρων επί τόπου, οι οποίοι θα πρέπει να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Την πραγματική εξουσία στο Ιράκ ασκούν οι τοπικοί σεΐχιδες. Πρόκειται για μια παράδοση που ακολουθείται και σήμερα σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι εάν είναι κάποιος καλά δικτυωμένος, είναι και σχετικά ασφαλής», λέει ο γερμανός επιχειρηματίας, προσθέτοντας ότι σε τελική ανάλυση είναι αδιάφορο ποιος κυβερνά στη Βαγδάτη.
Μειώνεται το επενδυτικό ενδιαφέρον εξαιτίας της βίας
Με αυτά τα δεδομένα η γερμανική εταιρεία ανέλαβε το 2012 την εκτέλεση κάποιων κατασκευαστικών πρότζεκτ στην επαρχία Ανμπάρ. Ωστόσο οι πρόσφατες εξελίξεις, με την προέλαση των τζιχαντιστών, προκάλεσαν τρόμο στους ξένους επιχειρηματίες και δημιούργησαν νέα δεδομένα στην περιοχή. Οι κατασκευές συνεχίζονται, όμως τα ξένα στελέχη της εταιρείας, δηλαδή οι γερμανοί μηχανικοί και εργοδηγοί, έχουν απομακρυνθεί από την περιοχή για λόγους ασφαλείας. Περισσότερες από 70 γερμανικές επιχειρήσεις και θυγατρικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στο Ιράκ, 30 από αυτές στην περιοχή της Βαγδάτης και περίπου 40 στο Κουρδιστάν και το βόρειο Ιράκ.
Η Γερμανική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων προειδοποιεί τις γερμανικές επιχειρήσεις που προτίθενται να δραστηριοποιηθούν στο Ιράκ για το πρόβλημα ασφαλείας που έχει προκύψει. «Σημειώνονται απαγωγές ξένων εργαζομένων και αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί κάποιος ξένος επιχειρηματίας ή στέλεχος εταιρείας να πέσει θύμα απαγωγής», επισημαίνει ο Στέφεν Μπεμ, από την Γερμανική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.
«Διαπιστώσαμε ότι από το 2008 έχει αυξηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον γερμανικών εταιρειών για το Ιράκ. Η ανάπτυξη που σημειώθηκε ήταν εντυπωσιακή, ωστόσο θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια το ενδιαφέρον έχει μειωθεί και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας», τονίζει ο Στέφεν Μπεμ.
Αξιοσημείωτες προοπτικές
Προς το παρόν ο όγκος των συναλλαγών μεταξύ Γερμανίας και Ιράκ δεν θεωρείται αξιοσημείωτος. Ωστόσο, οι προοπτικές χαρακτηρίζονται κάτι περισσότερο από θετικές με δεδομένο ότι το Ιράκ είναι η χώρα διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο. Πέραν τούτου, τα συναλλαγματικά αποθέματα του Ιράκ υπερβαίνουν τα 80 δισεκατομμύρια δολάρια. «Πρόκειται για κεφάλαια που προορίζονται για επενδύσεις στο πεδίο των υποδομών και τα οποία έχουν „παγώσει“ εξαιτίας του γεγονότος ότι το ιρακινό κοινοβούλιο δεν έχει εγκρίνει ακόμη τον κρατικό προϋπολογισμό», εξηγεί ο Μπεμ. Το στέλεχος της Γερμανικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων υποστηρίζει ότι σύντομα θα αρθεί το πρόβλημα και θα γίνουν αναθέσεις έργων ύψους πολλών δισεκατομμυρίων, από τις οποίες θα ωφεληθούν πολλές γερμανικές επιχειρήσεις. Όλα αυτά υπό τον όρο να μην σημειωθεί περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.