Το αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου για «κούρεμα» ενός μέρους των χρεών των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, αντί της παράτασης των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, όπως ισχύει σήμερα, τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στη γενική συνέλευση της ένωσης στην οποία συμμετείχε και ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ‘Αδωνις Γεωργιάδης.
Ο κ. Μίχαλος σημείωσε ότι η παγκόσμια υγειονομική κρίση ανέκοψε και αντέστρεψε την πορεία ανάπτυξης, που είχε ξεκινήσει δειλά η ελληνική οικονομία, αλλά η ανακάλυψη ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου κάνει πάλι τις αγορές να αισιοδοξούν «και μπορούμε πλέον να ελπίζουμε ότι μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα μπορούμε να μιλάμε πια για το τέλος της πανδημίας. Θα μπορούμε, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, να μιλάμε για ανάκαμψη».
Όμως, συνέχισε ο ίδιος, οι πληγές που άνοιξε η κρίση σε μια αγορά ήδη ευάλωτη, είναι βαθιές και πέρα από την ύφεση και τα ελλείμματα, υπάρχουν πάλι θέματα ρευστότητας και υπερχρέωσης των επιχειρήσεων.
Έχουμε, επίσης, σοβαρά προβλήματα σε σημαντικούς κλάδους, όπως η εστίαση και η φιλοξενία, ο τουρισμός, οι μεταφορές, τα διαρκή αγαθά, τα εμπορικά ακίνητα κά.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν πάνω από το 95% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
«Από την πλευρά της κυβέρνησης», είπε ο πρόεδρος, «έχουν ληφθεί μέτρα για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα, ωστόσο αυτά αρκούν μόνο για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής που απειλεί τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα».
Σήμερα, συνέχισε ο ίδιος, στο τραπεζικό σύστημα της χώρας έχουν πραγματική πρόσβαση 15.000-25.000 περίπου μεγάλες επιχειρήσεις.
Στο κρατικό σύστημα στήριξης, μέσω επιχειρήσεων και δανείων έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις.
Οι αριθμοί αυτοί, πρόσθεσε, αντιστοιχούν συνολικά στο 10% των ενεργών ΑΦΜ και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν μείνει μόνες. Να δίνουν τη μάχη, χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία.
Μέτρα όπως η μείωση του ενοικίου, η επιστρεπτέα προκαταβολή, η αναστολή συμβάσεων εργασίας και η μετάθεση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων παρέχουν μια μικρή ανακούφιση, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΚΕΕ, «έτσι όμως όπως έχει η κατάσταση, μπορεί να περάσουν και τρία χρόνια ίσως, μέχρι να επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα προ της πανδημίας».
Για να επιταχυνθεί η πορεία προς την ανάπτυξη η επιμελητηριακή κοινότητα προτείνει:
- Να στηριχθεί αποτελεσματικότερα η μικρομεσαία επιχείρηση. Με διάθεση περισσότερων πόρων. Με περισσότερο στοχευμένες δράσεις.
- Το πρόγραμμα που υλοποιείται σήμερα με πόρους του ΕΣΠΑ για την ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης χωρίς επιστροφή, έχει προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ. Οι πόροι αυτοί δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες.
- Θα πρέπει η Πολιτεία να αναζητήσει πρόσθετα κονδύλια. Να διαθέσει μέσω του προγράμματος πόρους άνω των 2 δισ. ευρώ, ώστε αποτελέσουν «γραμμή ζωής» για τις μικρές επιχειρήσεις.
- Να διερευνηθεί η δυνατότητα για «κούρεμα» ενός μέρους των χρεών των επιχειρήσεων προς το δημόσιο και τις τράπεζες, αντί της παράτασης των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, όπως ισχύει σήμερα.
- Να αναλάβουν και οι τράπεζες τον ρόλο που τους αναλογεί στη διαχείριση της κρίσης.
- Να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις και να δοθούν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για τη σταδιακή επαναλειτουργία του λιανεμπορίου, με αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα.
Επιπλέον, η κρίση αυτή είναι η ευκαιρία να περάσουμε σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, είπε ο κ. Μίχαλος και πρόσθεσε: «Ο τουρισμός θα ανακάμψει και θα συνεχίσει να είναι τομέας αιχμής. Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα, να εστιάσουμε στρατηγικά στην ανάδειξη δυναμικών και εξωστρεφών παραγωγικών κλάδων: όπως η μεταποίηση, η πράσινη ενέργεια, οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα, η φαρμακοβιομηχανία, κά.
Πρέπει να στηρίξουμε, με κατάλληλα κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία, την επιχειρηματική μεγέθυνση, μέσα από συμπράξεις και συγχωνεύσεις. Να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην υγεία και στην παιδεία, στην κοινωνική πολιτική, στη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές. Χωρίς καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα.
Θα πρέπει, τέλος, να επιδιώξουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή, δίνοντας έμφαση στην εκλογίκευση των δαπανών και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Και όχι στην υπερφορολόγηση και στη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, όπως έγινε στο παρελθόν, με ολέθριες συνέπειες για την ανάπτυξη της οικονομίας».