Στο 27,5% αυξήθηκε η ανεργία στην Ελλάδα στο τέταρτο τρίμηνο 2013, έναντι 27% στο τρίτο τρίμηνο 2013. Σημειώνεται πως στο διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίους 2012 η ανεργία ήταν στο 26% σε μέσα επίπεδα.

Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής κατά το τέταρτο τρίμηνο 2013 ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.589.657 άτομα και των ανέργων σε 1.363.137. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 1,3% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο 2013 και κατά 2,5% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2012. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 1,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 5,2% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2012.

Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (31,7%) στο τέταρτο τρίμηνο 2013 ήταν σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (24,4%). Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (57%), το οποίο στις
νέες γυναίκες φθάνει στο 62,5%.

Βάσει της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους έχουν πάει μερικές τάξεις Δημοτικού (41,6%) ενώ ακολουθούν τα άτομα που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (36,0%) . Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (15,0%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (19,0%).

Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούσαν μισθωτή απασχόληση στο τέταρτο τρίμηνο 2013 το 28,7% αναζητούσε αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 66,5% πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 1,4% αναζητούσε μερική απασχόληση ή δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.

Ένα ποσοστό ανέργων (4,3%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του τετάρτου τριμήνου του 2013, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (28,5%),β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (27,5%),γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (23,2%).

Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανήλθε στο τέταρτο τρίμηνο 2013 στο 23,3% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτέλεσαν αντίστοιχα το 72,0%.

Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (36,2% έναντι 26,8%). Επίσης, το 73,5% των ξένων υπηκόων ήταν οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 51,3%.

Σε επίπεδο Περιφέρειας το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρήθηκε στη Κεντρική Μακεδονία με 30,3% και στη Δυτική Μακεδονία με 29,7%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρήθηκε στο Βόρειο Αιγαίο με 20,1% και στις Ιόνιους Νήσους με 20,6%.

Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2013, βρήκαν απασχόληση 143.391 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 35.321 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 160.534 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 86.798 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά.

Επιπλέον, 124.570 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό το τέταρτο τρίμηνο 2013 εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.

Ανά τομέα της οικονομίας στον πρωτογενή τομέα παρατηρήθηκε αύξηση 1,7% στον αριθμό των απασχολούμενων στο τέταρτο τρίμηνο 2013 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Αντίθετα στους άλλους δύο τομείς παρατηρήθηκε μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων, στο δευτερογενή 7,1% και στο τριτογενή 2,2%.

Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανήλθε στο 8,5% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 65,0% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 6,7% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 3,9 γιατί ήταν μαθητής ή σπουδαστής, το 3,4% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 20,9% για διάφορους άλλους λόγους. Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,1%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των
απασχολουμένων.