Η μάχη για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης απαιτεί… πράσινα όπλα. Και καθώς οι βασικές πηγές εκπομπών αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα, παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και τοπικές κοινωνίες στρέφονται προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η Ελλάδα έχει θέσει ως στόχο, έως το 2030, το 61% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει να προέρχεται από καθαρή ενέργεια.
Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν και τα έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών του Αιγαίου που υλοποιεί ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας). Μάλιστα, μετά το 2023, όπως γράφει η εφημερίδα Βήμα, οπότε θα έχει ολοκληρωθεί η μεγάλη ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική, η ισχύς των μονάδων ΑΠΕ στο νησί μπορεί να φτάσει τα 2,5 γιγαβάτ.
Διαγωνισμοί
Οπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ Ιωάννης Μάργαρης -μιλώντας τις προηγούμενες ημέρες στην τελετή υπογραφής των συμβάσεων με τους αναδόχους του έργου-, σήμερα η Κρήτη «φιλοξενεί» μόνο 300 μεγαβάτ (εκ των οποίων 200 μεγαβάτ αιολικά και 100 φωτοβολταϊκά). Με την ολοκλήρωση στο τέλος του 2020 της μικρής διασύνδεσης Κρήτης – Πελοποννήσου το σύστημα θα μπορεί να σηκώσει άλλα 200 μεγαβάτ και μετά το 2023 συνολικά 2.500 μεγαβάτ.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό Ενέργειας Γεράσιμο Θωμά, δημιουργείται άπλετος ηλεκτρικός «χώρος» στο νησί για οποιονδήποτε επενδυτή ΑΠΕ θελήσει να εγκαταστήσει νέα έργα, τα οποία θα δρομολογηθούν μέσω διαγωνισμών. Οι σχετικές διαγωνιστικές διαδικασίες για τα πρώτα 200 μεγαβάτ εκτιμάται ότι θα ξεκινήσουν στο τέλος του έτους ή στις αρχές του 2021. Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρεί στην απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών. Οπως τόνισε ο υφυπουργός, υπάρχει σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον για έργα ΑΠΕ στην Κρήτη αλλά και για υβριδικά συστήματα (συνδυασμός «πράσινης» ενέργειας με αποθήκευση).
Ωστόσο, στο νησί -όπως και σε άλλες περιοχές της χώρας- παραμένει ισχυρή η κινητοποίηση πολιτών που αντιδρούν με τη χωροθέτηση αιολικών πάρκων. Σε αυτό ίσως συμβάλλει και η αφερεγγυότητα της διοίκησης η οποία ακόμη δεν έχει μοιράσει στους δικαιούχους οικιακούς καταναλωτές των περιοχών όπου εγκαθίστανται σταθμοί ΑΠΕ τα αντισταθμιστικά οφέλη. Πρόκειται για το ειδικό τέλος 1% από τους ετήσιους τζίρους των πάρκων ΑΠΕ. Τελευταία φορά που είδαν χρήματα στους λογαριασμούς τους ήταν το 2017, όταν είχαν μοιραστεί τα 17,6 εκατ. ευρώ που δικαιούνταν για την περίοδο 2010-2014, ενώ ακόμη δεν έχουν αποδοθεί τα ποσά για το διάστημα 2015-2019.
Αποδοχή
Παρότι ο Διαχειριστής ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ) έκανε πρόσφατα επανυπολογισμό του κονδυλίου για την τελευταία πενταετία (φτάνει τα 25 εκατ. ευρώ) και τον έχει αποστείλει στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έχουν ακόμη κινητοποιηθεί ώστε να πιστωθούν τα ποσά στους δικαιούχους.
Σε κάθε περίπτωση, «βαρόμετρο» για τις επενδύσεις ΑΠΕ στη χώρα αποτελούν οι διαθέσεις της τοπικής κοινωνίας μετά τη λειτουργία των έργων και όχι πριν από την εγκατάστασή τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αρκετές περιοχές -όπως στη Σητεία, στο Παναχαϊκό όρος ή στις Πλαταιές της Βοιωτίας-, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, ο δείκτης αποδοχής σήμερα έχει θετικό πρόσημο για τις τοπικές κοινότητες.
Διαμαρτυρίες
Από την πλευρά του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, από το βήμα του 5ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, αναφερόμενος στις διαμαρτυρίες πολιτών στη χωροθέτηση ανεμογεννητριών, επισήμανε ότι η αντίδραση στον χωροταξικό σχεδιασμό για τις ΑΠΕ σε ορισμένα νησιά είναι θέμα αισθητικής, συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά ότι «η αδειοδότηση γίνεται από τις γενικές διευθύνσεις, εγώ υπηρετώ τη νομιμότητα».
Σε κάθε περίπτωση, οι ανεμογεννήτριες έχουν θετικό περιβαλλοντικό και ενεργειακό ισοζύγιο. Τα υλικά τους ανακυκλώνονται σε ποσοστό 85%-90%, ενώ μπορούν και να επαναχρησιμοποιηθούν. Όσο για την ενέργεια που απαιτείται για την κατασκευή και την απεγκατάστασή τους, παράγεται τους πρώτους 5 με 12 μήνες λειτουργίας τους. Επίσης, παρέχουν φθηνή ηλεκτρική ενέργεια. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ (2017), αν δεν λειτουργούσαν αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, οι λογαριασμοί ρεύματος των καταναλωτών θα ήταν ακριβότεροι κατά 54 εκατ. ευρώ κάθε έτος.