Σε μια περίοδο που αναζωπυρώνεται η συζήτηση για το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, η κατάθεση του πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ενώπιον της Δικαιοσύνης, που φέρνει στο φως η εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως ντοκουμέντο σχετικά με τη διερεύνηση των συνθηκών υπαγωγής στο Μνημόνιο.
Σε έναν κυκεώνα διαφορετικών προσεγγίσεων για το πώς η Ελλάδα έφθασε να δεσμευτεί με τα Μνημόνια, έρχεται να προστεθεί η εκδοχή του Π. Ρουμελιώτη και όσα κατέθεσε στις 20 Αυγούστου 2012 στον τότε οικονομικό εισαγγελέα Γρ. Πεπόνη σχετικά με τη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης Παπανδρέου και το κούρεμα του χρέους.
Η μαρτυρία του εμπεριέχει στοιχεία τα οποία θα συζητηθούν, με φόντο τις πολιτικές διαμάχες που ξεσπούν κάθε φορά που πρόσωπα με πρωταγωνιστικό ρόλο αποτυπώνουν τη δική τους οπτική για τα γεγονότα ή περιγράφουν διαφορετικά όσα συνέβησαν την περίοδο των κρίσιμων επιλογών.
Η κατάθεση περιλαμβάνεται στην ποινική δικογραφία που εστάλη στο Κοινοβούλιο (26.11.2012) και βρίσκεται καταχωνιασμένη στα συρτάρια του γραφείου Διεύθυνσης Νομοθετικού Εργου της Βουλής, έχοντας ορίζοντα παραγραφής τον Ιούνιο του 2014. Το ίδιο ξεχασμένη και η δέσμευση Αντ. Σαμαρά για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Το έναυσμα για τη δικαστική έρευνα είχαν δώσει δηλώσεις του Π. Ρουμελιώτη στους New York Times ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου δεν βγαίνει και ότι αυτό το γνώριζαν όλοι.
Η κατάθεσή του κινείται στον αντίποδα της θέσης του Γ. Παπανδρέου, όπως διατυπώθηκε και πρόσφατα, μέσω ανακοίνωσης στενού συνεργάτη του πρώην πρωθυπουργού, σύμφωνα με την οποία «την αναδιάρθωση του χρέους είχε θέσει προς συζήτηση από την πρώτη στιγμή η τότε ελληνική κυβέρνηση, αλλά την απέρριπταν η Ε.Ε. και η ΕΚΤ».
Αναφέρει ότι στην πρώτη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΔΝΤ, πριν από την έγκριση του πρώτου Μνημονίου και την εκταμίευση της πρώτης δόσης, μέλη του ΔΝΤ εξέφρασαν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. «Στις ανησυχίες αυτές, οι εμπειρογνώμονες μας πληροφόρησαν ότι η αναδιάρθρωση αποκλείστηκε από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές».
Υποστηρίζει ότι τόσο ο Γ. Παπανδρέου όσο και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου γνώριζαν ότι ο στόχος της τριετούς προσαρμογής που απαιτούσε η Ε.Ε. ήταν αισιόδοξος και ότι δύσκολα η Ελλάδα θα έβγαινε από την ύφεση χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους.
Μετέφερε τις απόψεις του Στρος -Καν περί αναδιάρθρωσης το συντομότερο δυνατό, αίτημα που θα έπρεπε να το ζητήσει η ίδια η κυβέρνηση, σε Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου, στον Πέτρο Χριστοδούλου, πρώην επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, ενώ το θέμα συζήτησε και με τους Γερ. Αρσένη, Λούκα Κατσέλη και Βάσω Παπανδρέου.
Αρνείται ότι οι δηλώσεις του στους New York Times έβλαψαν τα εθνικά συμφέροντα. «Τι θα έπρεπε να πούμε για εκείνους που παρομοίαζαν την ελληνική οικονομία με τον Τιτανικό που βουλιάζει και εκείνους που δήλωναν στους ξένους ομολόγους τους ότι κυβερνούν μια διεφθαρμένη χώρα;».
Αναφερόμενος ευθέως στον Γ. Παπανδρέου λέει: «Δε μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τις προβληματικές όψεις του πρώτου Μνημονίου. Δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι δήθεν εγώ γνώριζα πράγματα τα οποία εκείνος δεν γνώριζε και ότι του τα απέκρυψα. Συμμετείχε σε όλες τις συναντήσεις κορυφής, ενημερωνόταν από συμβούλους διεθνούς περιωπής, είχε απευθείας επαφές με τον γενικό διευθυντή του ΔΝΤ και γνώρισε και από πρώτο χέρι τις ανησυχίες τους».