Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Wall Street Journal» και την ώρα που οι ηγέτες των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων αναζητούν στην Ουάσιγκτον μία συμφωνία για να αποφύγουν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας των ΗΠΑ, οι επενδυτές και οι τράπεζες ξεφορτώνονται ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, οι επενδυτές πούλησαν μεγάλες ποσότητες βραχυπρόθεσμου αμερικανικού χρέους, σημειώνει το δημοσίευμα.
Οι τράπεζες μείωσαν επίσης τα χαρτοφυλάκιά τους, περιορίζοντας τις θέσεις τους σε τέτοιας μορφής χρέος περισσότερο από 50% την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης.
Εν μέσω αγωνίας για τη βραχυπρόθεσμη οικονομική κατάσταση, οι αποδόσεις αμερικανικών χρεογράφων που λήγουν σε ένα μήνα αυξήθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από τις αποδόσεις αντίστοιχων τίτλων που δεν λήγουν τους επόμενους έξι μήνες.
Η απόδοση των αμερικανικών εντόκων γραμματίων με διάρκεια ενός μήνα έκλεισαν την περασμένη εβδομάδα στο επίπεδο του 0,254%, υψηλότερο από το αντίστοιχο για τα τρίμηνα έντοκα (0,06%) και τα εξάμηνα έντοκα (0,076%).
Ορισμένα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έλαβαν μέτρα για να αποτρέψουν τους πελάτες τους από τη χρήση βραχυπρόθεσμου αμερικανικού χρέους σε συγκεκριμένες συναλλαγές, ώστε να αποφύγουν να μείνουν εγκλωβισμένοι σε αυτό στο ενδεχόμενο μίας χρεοκοπίας των ΗΠΑ.
Η Citigroup άρχισε να λέει σε κάποιους πελάτες της ότι δεν θα δεχόταν ως ενέχυρο τίτλους του αμερικανικού δημοσίου που λήγουν μεταξύ 24 και 31 Οκτωβρίου, βολιδοσκοπώντας τους αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιούσαν τίτλους με μακρύτερη διάρκεια λήξης, σύμφωνα με πρόσωπα που έχουν γνώση του θέματος.
Μονάδες της τράπεζας State Street συζητούν ποια έντοκα του αμερικανικού κράτους – ή χρεόγραφα που λήγουν σε διάστημα μικρότερο από ένα έτος – μπορούν να περιορίσουν ως ενέχυρο για δάνεια και συναλλαγές, σύμφωνα με πρόσωπο που γνωρίζει το θέμα.
Εκπρόσωπος της State Street δήλωσε ότι η εταιρεία «παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις στην Ουάσιγκτον και αξιολογεί πώς μπορούμε να προστατεύσουμε τους πελάτες μας», αλλά δεν έχει «υλοποιήσει κάποια αλλαγή όσον αφορά την πολιτική για τα ενέχυρα».
Πολλοί παράγοντες της αγοράς έχουν επίσης προειδοποιήσει ότι η ένταση σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Αμερικής μπορεί να σημάνει τελικά ότι οι ΗΠΑ θα πληρώνουν μεγαλύτερος κόστος για τον δανεισμό τους, το οποίο θα διαχυθεί στο κόστος δανεισμού των αμερικανικών εταιρειών, πόλεων, πολιτειών και άλλων οργανισμών.
Πολλά αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν στην αγορά χρήματος – τα οποία δανείζουν σε καθημερινή βάση μετρητά στις τράπεζες – έχουν αντιστρέψει τις συναλλαγές τους για να μη μείνουν με πολύ λίγο ρευστό στην κατοχή τους στην περίπτωση που επιδεινωθεί η κατάσταση στην αγορά.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής αναλυτής για επενδύσεις της εταιρείας BlackRock, «Βραχυπρόθεσμα, μία συμφωνία για τον προϋπολογισμό θα θεωρηθεί ως θετική. Αλλά, αν το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Ουάσιγκτον είναι μία σειρά βραχυχρόνιων παρατάσεων, θα υπάρξει ένα οικονομικό τίμημα που θα πρέπει να πληρωθεί»
Μία ενδεχόμενη βραχυχρόνια συμφωνία δεν θα εξάλειφε επίσης την προοπτική μίας περαιτέρω μείωσης του αμερικανικού αξιόχρεου, ενδεχόμενο για το οποίοι προειδοποίησαν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, αν συνεχισθεί η πολιτική αστάθεια και η κομματική αντιπαράθεση.
Μία μείωση του αξιόχρεου θα μπορούσε να σημαίνει ότι το αμερικανικό δημόσιο θα πληρώνει περισσότερο για τον δανεισμό του και ορισμένοι επενδυτές μπορεί να αναγκασθούν να πουλήσουν αμερικανικό χρέος.
Ακόμη, όμως, και με το ενδεχόμενο των υψηλότερων επιτοκίων και το φάσμα επαναλαμβανόμενων πολιτικών μαχών, τα χρεόγραφα του αμερικανικού κράτους παραμένουν πόλο έλξης για τους διεθνείς επενδυτές, όταν τα οικονομικά ή χρηματοπιστωτικά προβλήματα εντείνονται.
Πάνω από το 60% των συναλλαγματικών διαθεσίμων σε παγκόσμιο επίπεδο είναι στο αμερικανικό δολάριο και ανέρχονται σε 11,6 τρις. δολάρια.
Οι πρόσφατες δημοπρασίες ομολόγων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι η ζήτηση από το εξωτερικό παραμένει στερεή.