Η αλλαγή στην νομισματική πολιτική των ΗΠΑ ενδέχεται να κλονίσει την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για ορισμένες από τις αναδυόμενες οικονομίες, εκτίμησε το ΔΝΤ σε έκθεσή του που δόθηκε στην δημοσιότητα σήμερα.
«Οι προσδοκίες περί σταδιακής εγκατάλειψης της νομισματικής πολιτικής ποσοτικής και ποιοτικής χαλάρωσης των ΗΠΑ ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένες αγορές να προσαρμοσθούν και να αποκαλύψουν ορισμένες ζώνες χρηματοοικονομικών υπερβολών και ευπάθειας», τόνισε το Ταμείο στην εξαμηνιαία έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα.
«Οι αναδυόμενες οικονομίες έρχονται αντιμέτωπες με την πρώτη απόσυρση κεφαλαίων από την εποχή της κατάρρευσης της (τράπεζας) Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008», ανέφερε στην έκθεση ο παγκόσμιος χρηματοοικονομικός οργανισμός.
Υπό την επήρεια της φημολογίας για τις προθέσεις της Fed, τα εθνικά νομίσματα πολλών χωρών (Βραζιλίας, Ινδονησίας, Νοτίου Αφρικής) και τα ομόλογά τους υποβλήθηκαν σε έναν «μίνι-έλεγχο της αντοχής τους», τόνισε το ΔΝΤ, προσθέτοντας πως αυτός έδειξε μία αυξημένη ευπάθεια.
«Τα βασικά στοιχεία των αναδυόμενων οικονομιών εξασθένισαν τα τελευταία χρόνια, έπειτα από την παρατεταμένη επέκταση των πιστώσεων και την εντατικοποίηση της χρηματοοικονομικής μόχλευσης των επιχειρήσεων», επεσήμανε το Ταμείο, το οποίο αυτή την εβδομάδα πραγματοποιεί στην Ουάσιγκτον τη Γενική Συνέλευσή του.
Απέναντι στη νέα έλλειψη ρευστότητας, οι αναδυόμενες οικονομίες και οι επιχειρήσεις τους ενδέχεται να δουν τα κόστη χρηματοδότησής του να αυξάνουν σημαντικά, την ώρα που η δραστηριότητά τους θα κάμπτεται ελαφρά, τόνισε το ΔΝΤ. Η Ινδονησία, η Τουρκία, οι Φιλιππίνες και η Βραζιλία είναι οι χώρες εκείνες που βρίσκονται περισσότερο εκτεθειμένες.
Η μεταβολή της νομισματικής πολιτικής δεν θα είναι λιγότερο συνδεδεμένη με κινδύνους και για τις ίδιες της ΗΠΑ, όπου μία άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, θα είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης του κράτους και να επιβραδυνθούν οι πιστώσεις. «Είναι μία μείζων πολιτική πρόκληση. Η αναπάντεχη άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων δεν αποκλείεται εντελώς», τόνισε το Ταμείο.
Στην Ευρώπη, η χρηματοοικονομική σταθερότητα έχει μεν βελτιωθεί, αλλά παραμένει ευάλωτη εξαιτίας των χρεωμένων επιχειρήσεων στα νότια της Ευρωζώνης, που θα μπορούσε στο τέλος να επηρεάσει τη ρευστότητα στις χώρες αυτές.
«Πάνω από τα τρία τέταρτα του χρέους των επιχειρήσεων στην Πορτογαλία και την Ισπανία και σχεδόν το ένα τέταρτο του αντίστοιχου στην Ιταλία ανήκουν στις επιχειρήσεις εκείνες των οποίων η σχέση χρέους/στοιχείων ενεργητικού ξεπερνά το 40%», κατέληξε στην έκθεσή του το ΔΝΤ.