Η μισή περίπου της περυσινής θα είναι πιθανότατα η φετινή παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας κονσερβοποίησης ροδάκινων και άλλων φρούτων, η οποία το 2012 ως σύνολο, σε συνθήκες μεγάλης αύξησης του όγκου της παραγωγής της και παράλληλης βελτίωσης των τιμών των προϊόντων της στη διεθνή αγορά, κατέγραψε ρεκόρ εσόδων και κερδών, μολονότι τρεις από τις δώδεκα ιδιωτικές επιχειρήσεις της εμφάνισαν υψηλές ζημιές.

«Το 2013 είναι από τις πιο δύσκολες χρονιές για τον τομέα μας, αφού η συγκομιδή των συμπύρηνων βιομηχανικών ροδάκινων για την παραγωγή κομπόστας αποδεικνύεται περίπου 50% μικρότερη από την περυσινή, λόγω των καταστροφών από χαλαζόπτωση που έπληξε τα δένδρα τους προηγούμενους μήνες», ανέφερε ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ) Κώστας Αποστόλου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Η κομποστοποίηση των ροδάκινων, που αφορά το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής του τομέα, ολοκληρώνεται στα εργοστάσια σε περίπου μία εβδομάδα κάτω από ιδιαιτέρως δυσχερείς και δαπανηρές συνθήκες, δεδομένου ότι απαιτούνται πολλαπλάσιες εργασίες διαλογής των φρούτων που θα χρησιμοποιηθούν για κομπόστα. Μεγάλο ποσοστό τους αναμένεται να οδηγηθεί σε μονάδες χυμοποίησης, ενώ το συνολικό κόστος παραγωγής θα είναι σημαντικά αυξημένο. Η συνολική συγκομιδή αξιοποιήσιμων συμπύρηνων ροδάκινων φαίνεται να περιορίζεται σε 200.000-250.000 τόνους, έναντι σχεδόν 440.000 τόνων το 2012.

Ωστόσο το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγή και της Κίνας, ωθούν ανοδικά τις τιμές της κομπόστας ροδάκινου στη διεθνή αγορά, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΕ.

Η μειωμένη παραγωγή συνδυάζεται με «κούρσα» των τιμών στις οποίες προσφέρουν τα ροδάκινα στις βιομηχανίες οι συνεταιριστικές ενώσεις. Ενώ οι τιμές άνοιξαν προς 0,25 ευρώ το κιλό και σταδιακά ανέβηκαν στα 0,33 ευρώ το κιλό, την Τετάρτη 21 Αυγούστου έφθασαν, κατά πληροφορίες, το μισό ευρώ το κιλό, με συνέπεια ορισμένες βιομηχανίες να προεξοφλούν ότι η χρήση 2013 θα είναι ζημιογόνος.

Οι επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών στις ελληνικές εταιρείες του τομέα δεν μπορούν να προδιαγραφούν με ακρίβεια, αφού ορισμένες διατηρούν ακόμη σημαντικά αποθέματα από την υψηλή παραγωγή-ρεκόρ του 2012, ενώ άλλες, που έχουν συσσωρεύσει υψηλές ζημιές και μετά βίας κατορθώνουν να συνεχίζουν τη λειτουργία τους, ήλπιζαν σε μια εξίσου υψηλή παραγωγή το 2013 για να ανταποκριθούν στις δυσβάστακτες τραπεζικές και άλλες υποχρεώσεις τους. Δύο επιχειρήσεις φέρονται ήδη να έχουν κινήσει νομικές διαδικασίες με αιτούμενο τη λήψη μέτρων προστασίας από τους πιστωτές τους.

Ο βιομηχανικός τομέας της κονσερβοποίησης ροδάκινων και άλλων φρούτων, που είναι συγκεντρωμένος στους νομούς της Πέλλας, της Ημαθίας και της Λάρισας, εμφάνισε το 2012 ως σύνολο, σε σύγκριση με το 2011, βελτιωμένα κατά 5,5 φορές κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (30,8 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία), ίσα προς το 9,3% των συνολικών εσόδων του (1,7% το 2011), σε συνθήκες διεύρυνσης των εσόδων του κατά 21% και του μεικτού περιθωρίου κέρδους του κατά 8,1 εκατοστιαίες μονάδες (14,6% το 2012, από 6,5% το 2011).

Ο σημαντικά αυξημένος όγκος παραγωγής και η συνακόλουθη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, σε συνδυασμό με την άνοδο των διεθνών τιμών της κομπόστας ροδάκινου, επέτρεψε στις χρηματοοικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις να επωφεληθούν από τη στενότητα προσφοράς του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά και σε άλλες αγορές του εξωτερικού, όπου διοχετεύεται το σύνολο σχεδόν της εγχώριας παραγωγής κονσερβοποιημένων φρούτων. Αντιθέτως, αναιμικά ήταν τα οφέλη για επιχειρήσεις που δεν είχαν τη χρηματοοικονομική δυνατότητα να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες συμπύρηνων ροδάκινων για μεταποίηση, ούτε να διατηρήσουν σημαντικά αποθέματα έτοιμων προϊόντων ή είχαν δεσμευτεί για τη διάθεση της παραγωγής τους σε προκαθορισμένες τιμές, πολύ χαμηλότερες αυτών που τελικά επικράτησαν. Επίσης, είναι προφανές ότι τα αποτελέσματα τριών επιχειρήσεων του τομέα που ανήκουν σε κεφάλαια του εξωτερικού καθορίστηκαν από τη γενικότερη εμπορική πολιτική των ομίλων τους.

Τα συνολικά έσοδα δέκα ιδιωτικών βιομηχανικών ΑΕ και ΕΠΕ του τομέα, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων έχουν γίνει γνωστά, ανήλθαν το 2012 σε 331,4 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα κατά 57,4 εκατ. ευρώ (+21%).

Οι δέκα αυτές εταιρείες στις 31.12.2012 διέθεταν πάγια και κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ και ως σύνολο κατέγραψαν:

– Μεικτά κέρδη 48,4 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,7 φορά (+30,6 εκατ. ευρώ).

– Κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), ύψους 30,8 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 5,5 φορές (+26 εκατ. ευρώ).

– Κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 21,9 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα κατά 25,8 εκατ. ευρώ (ζημιές 3,9 εκατ. ευρώ το 2011) και ίσα προς το 6,6% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού -1,4% το 2011.

– Κέρδη προ φόρων 9,5 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με βελτίωση κατά 23,8 εκατ. ευρώ (ζημιές 14,3 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσα προς το 2,9% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού -5,2% το 2011.

– Καθαρά κέρδη, μετά την πρόβλεψη για φόρους, ύψους 4,9 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με βελτίωση κατά 21,9 εκατ. ευρώ (ζημιές 17 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσα προς το 1,5% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού -6,2% το 2011.

Τα ίδια κεφάλαια των δέκα επιχειρήσεων (98,9 εκατ. ευρώ στις 31.12.2012) αυξήθηκαν το 2012 κατά 7% (+6,1 εκατ. ευρώ), λόγω των νέων κερδών και της λογιστικής αναπροσαρμογής μέρους των παγίων, που βελτίωσε τα ίδια κεφάλαια. Παράλληλα, αυξήθηκε το σύνολο των απασχολουμένων κεφαλαίων (401,9 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) κατά 4% (+15,3 εκατ. ευρώ). Η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια των επιχειρήσεων του τομέα ανήλθε σε 24,6%, από 24% το 2011. Συγχρόνως, οι συνολικές υποχρεώσεις τους (σχεδόν 303 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) αυξήθηκαν κατά 3% (+9,2 εκατ. ευρώ), λόγω των νέων κεφαλαίων που απαίτησε ο αυξημένος όγκος παραγωγής. Αύξηση κατά 2% παρουσίασε, εξάλλου, το πάγιο ενεργητικό τους (82,1 εκατ. ευρώ).

Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών τους, σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από το CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία 2012-2013», το www.inr.gr και τους διαδικτυακούς ιστότοπους και τις αρμόδιες υπηρεσίες των ίδιων των επιχειρήσεων, ορισμένες από τις οποίες ασχολούνται παράλληλα με την επεξεργασία και τυποποίηση σειράς άλλων αγροτικών προϊόντων, εξασφαλίζοντας από αυτές τις δραστηριότητες σημαντικό μέρος των συνολικών εσόδων τους. Στις εταιρείες αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται βιομηχανίες Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών, που επίσης δραστηριοποιούνται στον τομέα.