Διάσταση απόψεων καταγράφεται στον σημερινό φλαμανδικό βελγικό Τύπο για το κατά πόσον η πολιτική πιο ενεργής παρέμβασης στην αγορά ομολόγων για την στήριξη των ασθενέστερων χωρών της ευρωζώνης που εξήγγειλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εδώ και ένα χρόνο είναι από μόνη της σε θέση να οδηγήσει στην ανάκαμψη. Ενώ η De Standaard βλέπει να δημιουργούνται, σταδιακά, οι προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση, η De Tijd θεωρεί ότι από μόνη της η πολιτική της ΕΚΤ δεν αρκεί για να επιτευχθεί οικονομική ανάκαμψη.
Συγκεκριμένα, ενδείξεις ότι τα χειρότερα έχουν περάσει με την οικονομική κρίση βλέπει η De Standaard σε άρθρο με τίτλο «Ελπίδες για τέλος της ύφεσης στην Ευρώπη». Ωστόσο, η εφημερίδα δεν παραλείπει να τονίσει ότι η μοναδική χώρα όπου η οικονομική κατάσταση παραμένει ιδιαίτερα ζοφερή είναι η Ελλάδα.
Όπως σημειώνεται, συμπληρώνεται σήμερα ένας χρόνος από τότε που ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε –προκαλώντας αίσθηση– την ετοιμότητα της ΕΚΤ να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να σώσει το ευρώ.
Η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι η ΕΚΤ έσπευσε να υλοποιήσει την εξαγγελία της αυτή αγοράζοντας μαζικά ομόλογα χωρών που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, κάτι για το οποίο ο ίδιος ο Ντράγκι δηλώνει ιδιαίτερα υπερήφανος, καθώς το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων «είχε τελικά τον ίδιο αντίκτυπο που θα είχε η απειλή ρίψης μιας ατομικής βόμβας». Και μόνο δηλαδή η αναφορά ήταν αρκετή για να επιφέρει καταλυτικά αποτελέσματα, καθώς η αγορά το θεώρησε ως ένα ‘δίχτυ ασφαλείας’, στο βαθμό που τα ομόλογα που αγόραζαν οι επενδυτές δεν θα έχαναν ποτέ την αξία τους αφού, εάν ήταν αναγκαίο, θα επενέβαινε η ΕΚΤ για να στηρίξει τις τιμές. Η «ιστορική» αυτή δήλωση –συνεχίζει η εφημερίδα– λειτούργησε «πυροσβεστικά», με αποτέλεσμα το κλίμα στις αγορές να βελτιωθεί σημαντικά. Τα spreads επανήλθαν σε φυσιολογικά επίπεδα και άρχισε δειλά-δειλά να γίνεται λόγος για σταδιακή επιστροφή της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας στις αγορές.
Ωστόσο, προσθέτει η εφημερίδα, τα λόγια του Ντράγκι είχαν μικρότερη επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα χρέη παρέμεναν εξαρτημένα από την βούληση των χωρών να περικόψουν τις δαπάνες και να μειώσουν τα εισοδήματά τους. Επισημαίνεται όμως ότι αν και η ύφεση στην οποία έχει βυθιστεί η ευρωπαϊκή οικονομία δείχνει να διαρκεί περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, πολλοί οικονομολόγοι έχουν αρχίσει να βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ, παραπέμποντας στην βελτίωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης τον Ιούνιο.
Η εφημερίδα εκτιμά ότι η εδραίωση του θετικού αυτού κλίματος θα σηματοδοτήσει την σταδιακή έξοδο της Ευρώπης από την κρίση, κάτι που θα αποτελέσει ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες ήδη βλέπουν τα δημοσιονομικά τους στοιχεία να παρουσιάζουν μια κάποια βελτίωση. Καταλήγοντας, η εφημερίδα αναφέρει ότι μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα όπου η οικονομική κατάσταση εξακολουθεί να είναι «ιδιαίτερα ζοφερή».
Από την πλευρά της η De Tijd, σε άρθρο με τίτλο «Δεν διαφαίνονται προς το παρόν προοπτικές ανάκαμψης», προτάσσει τα προβλήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν την ευρωπαϊκή οικονομία, εκφράζοντας την άποψη ότι το ‘μεγάλο μπαζούκα’ που ενεργοποίησε η ΕΚΤ εδώ και ένα χρόνο δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να οδηγήσει σε οικονομική ανάκαμψη. Όπως ειδικότερα παρατηρεί η εφημερίδα, τόσο η ευρωζώνη ως σύνολο όσο κυρίως οι χώρες του προβληματικού Νότου, εξακολουθούν να ταλανίζονται από βαθιά ύφεση και υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία εξακολουθούν να βλέπουν την οικονομία τους να συρρικνώνεται, τονίζει η εφημερίδα. Επισημαίνεται ότι υπάρχουν δύο λόγοι που συμβαίνει αυτό: Από τη μια μεριά τα υψηλά επιτόκια αποπληρωμής των δανείων και από την άλλη η έλλειψη ρευστότητας, ενώ και η ακολουθούμενη πολιτική παρατεταμένης λιτότητας παρεμποδίζει την ανάπτυξη, καθώς οι σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές μείωσης των δαπανών και αύξησης της φορολογίας συρρικνώνουν την αγοραστική δύναμη και την καταναλωτική ζήτηση των νοικοκυριών.
Παράλληλα, προσθέτει η εφημερίδα, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας δυσχεραίνει τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης, με αποτέλεσμα τα χρέη των κρατών μελών της ευρωζώνης να εξακολουθούν να κινούνται σε δυσθεώρητα επίπεδα.