Ότι δεν προτίθενται να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να στηρίξουν περαιτέρω τον κυπριακό χρηματοπιστωτικό τομέα προειδοποιούν από τώρα οι διεθνείς δανειστές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το μήνυμα που απηύθυναν προς τη Λευκωσία είναι σαφές και οδυνηρό: «Εάν κατά την αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου βρεθούν σκελετοί», τότε θα πρέπει να αναμένεται «βαθύτερο κούρεμα» τον Ιούνιο.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», κοινοτική πηγή από την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέδειξε «μηδέν τοις εκατόν» είναι οι πιθανότητες να παραχωρηθεί επιπλέον δανειοδότηση στην Κύπρο, πέραν των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ (9 δισ. από Ευρωζώνη και 1 δισ. από ΔΝΤ).
Η ίδια κοινοτική πηγή χαρακτήρισε ως «σκληρή οροφή» (hard limit) το ποσό που εγκρίθηκε από το Eurogroup, διαμηνύοντας ότι ενδεχόμενες επιπρόσθετες ανάγκες της Κυπριακής Δημοκρατίας για ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δη της Τράπεζας Κύπρου, θα πρέπει να καλυφθούν από την ίδια.
Πώς; Με τη γνωστή πλέον οδό της συμμετοχής των μετόχων-επενδυτών, κατόχων αξιογράφων και ανασφάλιστων καταθετών (όσων διαθέτουν καταθέσεις πέραν των 100 χιλιάδων ευρώ), σε ένα «βαθύτερο κούρεμα» (deeper bail-in), όπως χαρακτηριστικά εξήγησε.
Το κυπριακό πλήρες πρόγραμμα (fully fledged program) συνολικού ύψους 10 δισ. ευρώ περιλαμβάνει την παραχώρηση 2,5 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση κυπριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όλων πλην της Λαϊκής Τράπεζας που τίθεται υπό εκκαθάριση αλλά και της Τράπεζας Κύπρου, όπως άλλωστε αναφέρει και το πλαίσιο των αποφάσεων που λήφθηκαν ομόφωνα στην Ευρωομάδα (Eurogroup) της 25ης Μαρτίου, με τη σύμφωνο γνώμη και της Κυβέρνησης Αναστασιάδη.
Ειδικά για την περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, οι ίδιοι κοινοτικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι «εάν κατά την αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου της -που αναμένεται να διενεργηθεί τους προσεχείς μήνες- βρεθούν σκελετοί στα ντουλάπιά της (σ.σ. δηλαδή καταγραφούν μεγαλύτερες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης), τότε δεν θα πρέπει να αναμένεται επιπρόσθετη στήριξη από την ΕΕ και το ΔΝΤ, αλλά ένα νέο, βαθύτερο κούρεμα». Είναι δηλαδή προφανές ότι οι διεθνείς δανειστές της Κύπρου θεωρούν ότι «έδωσαν ό,τι μπορούσαν να δώσουν» ή καλύτερα «ό,τι επιθυμούσαν να δώσουν» και ότι δεν είναι διατεθειμένοι να ρίξουν σωσίβιο σε καμιά κυπριακή τράπεζα.
Την πολιτική κατεύθυνση επέβαλε, σύμφωνα με πληροφορίες η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, που εξασφάλισε τη στήριξη του Βερολίνου, θεωρώντας ότι οι δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες δεν έπρεπε να τύχουν καμιάς απολύτως στήριξης.
Η θέση αυτή καταγράφεται και στην παράγραφο 8 του παραρτήματος της απόφασης της Ευρωομάδας.