Τα βιομηχανικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αστικές περιοχές της και η Γερμανία είναι οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, σύμφωνα με μελέτη του ιδρύματος Bertelsman που αναδεικνύει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες την ταλανίζουν.
H μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία, που είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, ωφελήθηκε περισσότερο σε απόλυτους όρους από την ενιαία αγορά, κερδίζοντας επιπλέον 86 δισ. ευρώ τον χρόνο. Κάθε Γερμανός, σύμφωνα με τη μελέτη, έγινε κατά μέσο όρο πλουσιότερος κατά 1.046 ευρώ, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην ενιαία αγορά, ενώ οι πολίτες της ΕΕ έγιναν κατά μέσο όρο πλουσιότεροι μόνο κατά 840 ευρώ. «Δεν κερδίζουν όλοι εξίσου από την ενιαία αγορά, αλλά όλοι κερδίζουν» δήλωσε ο πρόεδρος του γερμανικού ιδρύματος, Aart De Geus.
Οι ανισότητες που τονίζονται στη μελέτη διαμορφώνουν τις πολιτικές της ΕΕ, ενόψει των ευρωεκλογών αυτό τον μήνα, με ορισμένους να έχουν ζητήσει τη θέσπιση ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού, ενώ η Ιταλία, που ταλαιπωρείται με τη χαμηλή ανάπτυξη, έχει ζητήσει το δικαίωμα να παραβιάσει τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες για να χρηματοδοτήσει φορολογικές μειώσεις.
Πλούσιες, αναπτυγμένες οικονομίες, που βρίσκονται κοντά στον οικονομικό πυρήνα της ΕΕ, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, είναι επίσης πολύ πλουσιότερες ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στην ενιαία αγορά, με τις φτωχότερες χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης να ωφελούνται πολύ λιγότερο, σύμφωνα με τη μελέτη. «Για χώρες, όπως η Ολλανδία ή η Αυστρία, η εσωτερική αγορά είναι χρυσός, καθώς έχουν ανταγωνιστικούς τομείς, αλλά εξαρτώνται από τις εξαγωγές λόγω του μικρού μεγέθους των εγχώριων αγορών τους» δήλωσε ένας από τους συντάκτες της μελέτης.
Η μελέτη δείχνει ότι οι αγροτικές περιοχές ωφελούνται, επίσης, λιγότερο από τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά, ενώ πολύ αναπτυγμένες περιφέρειες, όπως ο Νότος της Αγγλίας, είναι μεγάλοι ωφελημένοι. Παραδόξως, αυτό σημαίνει ότι βρετανικές περιφέρειες, όπως το Κεντ, το οποίο ψήφισε υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, είχε τα μεγαλύτερα κέρδη από την ενιαία αγορά.
Η ενιαία αγορά της ΕΕ καθιερώθηκε το 1992 με στόχο την εξάλειψη όλων των δασμών και άλλων ρυθμίσεων που εμποδίζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών – μελών, δημιουργώντας για τις ευρωπαϊκές εταιρείες μία γιγάντια εσωτερική αγορά που θα μπορούσε να ανταγωνισθεί αυτή των ΗΠΑ ή της Ιαπωνίας σε μέγεθος. Μετά, όμως, τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, ενώ η Γερμανία συνέχισε να έχει ισχυρή ανάπτυξη, ορισμένες χώρες, ιδίως στη Νότια Ευρώπη, αντιμετώπισαν χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία και αυτό ενίσχυσε τη στήριξη κομμάτων της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες συνέβαλαν, επίσης, στην απόφαση της Βρετανίας να ψηφίσει το 2016 υπέρ της εξόδου της από την ΕΕ. Πολλοί οικονομολόγοι και ορισμένοι πολιτικοί στη Νότια Ευρώπη υποστηρίζουν ότι ο πλουσιότερος Βορράς έχει ευθύνη να δείξει μεγαλύτερη γενναιοδωρία, κάτι που αποτελεί ανάθεμα για το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο ασπάζεται τη δημοσιονομική ορθοδοξία.