Όσο υποχωρούν οι ανησυχίες για την επιβίωση του ευρωπαϊκού νομίσματος, τόσο εκείνο ανατιμάται. Ορισμένες κυβερνήσει,ς μάλιστα, αλλά και επιχειρηματικοί κύκλοι, έχουν αρχίσει να ανησυχούν θεωρώντας ότι μια υπερβολικά γρήγορη ανάκαμψη θα έβλαπτε την οικονομία, καθώς θα καθιστούσε ακριβότερες τις εξαγωγές.
Με την ισοτιμία στα 1,34 δολάρια, είναι αλήθεια ότι το ευρώ βρίσκεται στη μέση του δρόμου που είχε διανύσει. Τον Ιούλιο του 2008 είχε φτάσει τα 1,6 δολάρια, ενώ την άνοιξη του 2011 είχε πλησιάσει τα 1,5. Από το καλοκαίρι του 2012, όμως, παρατηρείται μια σταθερή άνοδος: 10% σε σχέση με το δολάριο, 25% σε σχέση με το γεν. Αν συνεχιστεί αυτή η άνοδος, διερωτάται ο Ντομινίκ Αλμπερτίνι στη Λιμπερασιόν, είναι άραγε βιώσιμη;
Πριν από λίγες ημέρες, ο ίδιος ο απερχόμενος πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε σε επιχειρηματίες ότι για τις επιχειρήσεις που εξάγουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ισοτιμία του ευρώ είναι επικίνδυνα υψηλή. Ανάλογους φόβους εξέφρασε στη σύνοδο του Νταβός και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί.
Το ζήτημα είναι επείγον, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νέα ιαπωνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να υποτιμήσει το γεν, ωθώντας προς την κατεύθυνση αυτή τη – θεωρητικά ανεξάρτητη – κεντρική τράπεζα.
Τίποτα δεν αποκλείει να δούμε έναν «πόλεμο των νομισμάτων», μια σειρά δηλαδή υποτιμήσεων από τις μεγάλες δυνάμεις, όπου η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να χάσει.
Η ίδια η γερμανίδα καγκελάριος Αγγελα Μέρκελ δήλωσε στο Νταβός ότι δεν μπορεί να κρύψει την ανησυχία της για τη στάση της Ιαπωνίας.
Η ανατίμηση του ευρώ προκλήθηκε από τις διακηρύξεις προθέσεων της ΕΚΤ και, κυρίως, από τη «χωρίς όρια» παρέμβαση σε χρέη όπου το επιτόκιο κρίνεται υπερβολικά υψηλό.
Ένα ισχυρό ευρώ ενισχύει χωρίς αμφιβολία τις ευρωπαϊκές εισαγωγές, για παράδειγμα στον τομέα των υδρογονανθράκων. Πλήττει όμως τις εξαγωγές στο εξωτερικό της ευρωζώνης, δηλαδή το ήμισυ περίπου των εξαγωγών των χωρών-μελών.
Το κλασικό παράδειγμα μιας επιχείρησης που πλήττεται από ένα τέτοιο φαινόμενο είναι η Airbus, που συναρμολογεί τα αεροσκάφη της στην ευρωζώνη αλλά τα πωλεί σε δολάρια, και ο κυριότερος ανταγωνιστής της είναι η αμερικανική Boeing.
«Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των χωρών που είναι εκτεθειμένες στον ανταγωνισμό των τιμών, όπως η Γαλλία, συνδέεται σε ένα βαθμό με ένα ανεκτό επίπεδο του ευρώ», έγραφε πρόσφατα σε μια έκθεσή του ο Λουι Γκαλουά, πρώην πρόεδρος της EADS. «Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι το επίπεδο αυτό είναι 1,15 με 1,2 δολάρια ανά ευρώ. Το Eurogroup πρέπει να εκφράσει στο ζήτημα αυτό με σαφήνεια τις θέσεις του. Δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα», σημείωνε.
Ο λόγος που το ζήτημα αυτό δεν συζητάται ανοιχτά στην Ευρώπη είναι ότι διχάζει. Ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, μπορούν να αντέξουν το ισχυρό ευρώ, καθώς οι εξαγωγές τους δεν επηρεάζονται πολύ από τις διακυμάνσεις των τιμών. Το αντίθετο συμβαίνει με τη νότια Ευρώπη. «Για να το πούμε απλά, το ισχυρό ευρώ ενισχύει τους ισχυρούς και αποδυναμώνει τους αδύνατους», τονίζεται στην έκθεση Γκαλουά.
Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί η γαλλίδα υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου Νικόλ Μπρικ. «Αυτό δεν πρέπει όμως να είναι το δένδρο που κρύβει το δάσος», δήλωσε στη Φιγκαρό. «Πάνω απ’όλα πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα που έχουν σχέση με την ανταγωνιστικότητα».
Το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθορίζει ως βασική προτεραιότητα τη σταθερότητα των τιμών. Άλλες κεντρικές τράπεζες, αντίθετα, δίνουν έμφαση στην απασχόληση ή την ανάπτυξη.
Η ΕΚΤ αρνείται έτσι να «τυπώσει νόμισμα», γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα να πέσει η τιμή του ευρώ στις αγορές, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του πληθωρισμού.
«Η ισοτιμία είναι μια παράμετρος που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη στην ανάλυση της κατάστασης, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί στόχο της νομισματικής πολιτικής», δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι στις αρχές του μήνα.