Απαντήσεις για τους λόγους για τους οποίους δεν «κουρεύτηκε» κατά την διαδικασία του PSI το ομόλογο με ISIN XS 0292467775, ονομαστικής αξίας 1.600 εκατ. ευρώ, έδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, υποστηρίζοντας, όμως, ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το ελληνικό Δημόσιο κατάφερε τελικά ισοδύναμη μείωση χρέους.
Την σχετική ερώτηση είχε καταθέσει ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Κωνσταντίνος Μπαρμπαρούσης, ζητώντας, επιπλέο,ν να ενημερωθεί ποιος ήταν ο κάτοχος του συγκεκριμένου ομολόγου.
Στο απαντητικό έγγραφο που διαβίβασε στη Βουλή, ο κ. Σταϊκούρας αναφέρει ότι «το ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου με ISIN XS 0292467775 ονομαστικής αξίας 1.600 εκατομμυρίων ευρώ ήταν επιλέξιμος τίτλος κατά τη διαδικασία του PSI. Η γενική συνέλευση των ομολογιούχων του συγκεκριμένου ομολόγου δεν απεδέχθη την πρόταση του Ελληνικού Δημοσίου περί ανταλλαγής. Ονομαστικό ποσόν 600 εκατομμυρίων ευρώ προσφέρθηκε εθελοντικά προς ανταλλαγή».
Οαναπληρωτής υπουργός Οικονομικών γνωστοποίησε ακόμα ότι «οι επενδυτές κάτοχοι του υπολειπόμενου ποσού 1.000 εκατομμυρίων ευρώ (Ελληνικά Πιστωτικά Ιδρύματα) προσέφεραν ισοδύναμη με το PSI μείωση του δημοσίου χρέους μέσω παράδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο νέων Ελληνικών ομολόγων ονομαστικού ποσού 594.636.400 δωρεάν. Επιπλέον παρέδωσαν δωρεάν τίτλους ΑΕΠ ισόποσης ονομαστικής αξίας».
Στο ερώτημα του βουλευτή «γιατί σε αντίθεση με τα ασφαλιστικά ταμεία και τους Έλληνες μικροομολογιούχους το συγκεκριμένο ομόλογο δεν κουρεύτηκε παρότι δεσμεύει το Ελληνικό Δημόσιο και τον Ελληνικό λαό για πολλά χρόνια», ο κ. Σταϊκούρας απαντά ότι το Ελληνικό Δημόσιο «έλαβε ισοδύναμη μείωση του χρέους, όσο δηλαδή θα το μείωνε με τη διαδικασία του PSI».
Και ακόμη ότι «το Ελληνικό Δημόσιο διατήρησε μακροχρόνια υπολειπόμενη διάρκεια 45 ετών έναντι 20 ετών μεσοσταθμικής διάρκειας των νέων Ελληνικών ομολόγων το οποίο συνάδει απολύτως με την πολιτική επέκτασης της μέσης διάρκειας λήξης του χρέους».
Ως προς το θέμα του επιτοκίου, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών επισημαίνει ότι η θεμελιώδης στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι η διατήρηση του πληθωρισμού σε μέσα επίπεδα έως 2%, και αφετέρου ότι το κεφάλαιο του συγκεκριμένου ομολόγου είναι συνδεδεμένο με τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό. Κατά συνέπεια εκτιμάται ότι το ετήσιο μεσοσταθμικό κόστος του συγκεκριμένου ομολόγου θα κυμαίνεται πέριξ του 4%».