Εθνική προτεραιότητα χαρακτήρισε την επιστροφή στην ανάπτυξη, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιώργος Προβόπουλος και κομβικής σημασίας την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, κατά την εισαγωγική τοποθέτηση του στη Συζήτηση επί της Ενδιάμεσης Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012 στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος, η ύφεση θα ξεπεράσει το 6% το 2012, θα διαμορφωθεί στο 4%-4,5% το 2013, ενώ η ανάκαμψη θα αρχίσει στη διάρκεια του 2014. Επομένως, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013.

Αναλυτικά, η εισήγηση του Διοικητή της ΤτΕ:

Μετά από σοβαρές καθυστερήσεις και αβεβαιότητες, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε νέες συνθήκες που υπό προϋποθέσεις δίνουν νέα προοπτική στην οικονομία. Τους προηγούμενους μήνες μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος καθυστέρησε τις αναγκαίες ενέργειες που είχαν δρομολογηθεί, αύξησε την αβεβαιότητα και αναζωπύρωσε τις εικασίες για έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.

Η κυβέρνηση συνεργασίας που προέκυψε από τις εκλογές επωμίστηκε το καθήκον να ανατρέψει αυτό το δυσμενές κλίμα και να επαναφέρει το πρόγραμμα προσαρμογής σε κανονική τροχιά.

Έτσι υλοποιήθηκαν τα προαπαιτούμενα της δανειακής σύμβασης και δόθηκε σαφές μήνυμα ότι η ελληνική πλευρά τηρεί τις υποχρεώσεις της. Αυτό αναγνωρίστηκε ρητά από το Eurogroup που έθεσε σε κίνηση τις διαδικασίες για την εκταμίευση της δόσης και αποφάσισε την ελάφρυνση του χρέους, με σειρά μέτρων και παρεμβάσεων, ώστε αυτό να μειωθεί στο 124% το 2020 και αισθητά κάτω του 110% το 2022.

Οι εξελίξεις αυτές είναι θετικές και δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες ότι η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει ίσως και συντομότερα απ’ ό,τι προβλέπεται σήμερα. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται συνεπής εφαρμογή όσων θεσμοθετήθηκαν, παράλληλα με δράσεις που επισπεύδουν την ανάκαμψη και ένα ευρύτερο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αν όμως υπάρξουν καθυστερήσεις, η ανάκαμψη απομακρύνεται και οι επιπτώσεις αυτή τη φορά θα είναι πολύ βαρύτερες.

Οι μακροοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς και συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, στις αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής και στις απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία του χρέους.

Το 2011 κορυφώθηκε η ύφεση με το ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ να φθάνει το 7,1%, αφού είχαν προηγηθεί μειώσεις 4,9% το 2010, 3,1% το 2009 και 0,2% το 2008. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί με ρυθμό ελαφρά ανώτερο του 6% το 2012 και της τάξεως του 4%-4,5% το 2013, ενώ η ανάκαμψη θα αρχίσει στη διάρκεια του 2014. Επομένως, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013.

Ύφεση αυτής της έντασης και διάρκειας είναι ιστορικά πρωτοφανής για την ελληνική οικονομία σε καιρό ειρήνης και έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στα εισοδήματα αλλά και στο παραγωγικό δυναμικό και την κοινωνική συνοχή. Διότι η έλλειψη επενδύσεων και η παρατεταμένη ανεργία συντελούν στην απαξίωση του υλικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Παρά τις αδυναμίες και τα προβλήματα υπήρξε τα τελευταία χρόνια πρόοδος και μάλιστα ουσιαστική. Ειδικότερα:

– Η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση των ελλειμμάτων.

Πράγματι, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από 15,6% του ΑΕΠ το 2009 σε περίπου 6,6% του ΑΕΠ το τρέχον έτος. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, το οποίο από 10,5% του ΑΕΠ το 2009 αναμένεται εφέτος να μειωθεί στο 1,2% του ΑΕΠ.

– Την τριετία 2010-2012 εκτιμάται ότι έχει ανακτηθεί ένα μεγάλο μέρος (το 72%) της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους της εννεαετίας 2001-2009.

Επιπλέον, εντός του 2013 εκτιμάται ότι θα έχει ανακτηθεί το 100% της απώλειας. Βεβαίως, η διατηρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να στηρίζεται εσαεί στη μείωση των ονομαστικών αποδοχών. Διότι οι αρνητικές επιδράσεις μιας συνεχούς μείωσης μισθών στην εγχώρια ζήτηση θα υπεραντιστάθμιζαν τις θετικές επιδράσεις στην εξωτερική ζήτηση.

Επομένως, είναι απαραίτητο η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους να στηριχθεί εφεξής κυρίως στην ενίσχυση της παραγωγικότητας.

– Παρά τις καθυστερήσεις, η πρόοδος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων 2,5 ετών δεν είναι αμελητέα. Στο πεδίο των δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ξεχωρίζει η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος.

Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχουν η εισαγωγή του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού καθώς και η πρόσφατη θέσπιση μηχανισμού παρακολούθησης και εκτέλεσης των προϋπολογισμών όλων των υπουργείων και των φορέων της γενικής κυβέρνησης.

Στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας έχουν γίνει ριζικές παρεμβάσεις, που αφορούν κυρίως την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εισαγωγή περισσότερο ευέλικτων ρυθμίσεων για την απασχόληση και το χρόνο εργασίας.

Τέλος, στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων απλοποιήθηκαν αισθητά οι διαδικασίες αδειοδότησης όσον αφορά την ίδρυση και τη λειτουργία επιχειρήσεων, προχώρησε η απελευθέρωση των χερσαίων εμπορευματικών μεταφορών, έγιναν βήματα για το άνοιγμα “κλειστών” επαγγελμάτων και καταργήθηκε το καμποτάζ στον τομέα της κρουαζιέρας.

– Υπάρχουν ενδείξεις διορθωτικής προσαρμογής βασικών μεγεθών, η οποία αποτελεί την απαρχή της εξισορρόπησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, μειώνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα αυτό, που είχε ανέλθει στο 14,9% του ΑΕΠ το 2008, εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 4,5% περίπου το 2012 και 2013.

Το μεγαλύτερο μέρος της βελτίωσης προήλθε από τη σημαντική μείωση των εισαγωγών, που προκάλεσε η πτώση των επενδύσεων και της κατανάλωσης. Ωστόσο, συνέβαλαν και οι εξαγωγές αγαθών εκτός καυσίμων, οι οποίες ήδη από τα μέσα του 2010 άρχισαν να ανακάμπτουν, αντανακλώντας την ενίσχυση της εξωτερικής ζήτησης αλλά και την προαναφερθείσα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους.

Παράλληλα πάντως, εκτιμάται ότι η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου ενέχει και διαρθρωτικά στοιχεία, τα οποία συνδέονται αφενός με τον αναπροσανατολισμό επιχειρήσεων σε αγορές του εξωτερικού και αφετέρου με αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα.

Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώνεται από το 2010, ενώ προηγουμένως, επί μακρά σειρά ετών το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξανόταν στην Ελλάδα ταχύτερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, συντελώντας ώστε ο πληθωρισμός στη χώρα μας να υπερβαίνει το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ και η ανταγωνιστικότητα κόστους και τιμών να διαβρώνεται σταθερά.

Τρίτον, υπάρχουν ενδείξεις προσαρμογής και όσον αφορά τις τιμές καταναλωτή και την υποχώρηση του πληθωρισμού. Το 2012 είναι το πρώτο έτος από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα που ο εγχώριος πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερος από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ (1,2% έναντι 2,4-2,6%), ενώ το 2013 προβλέπεται να υποχωρήσει περαιτέρω στο 0,3%.

Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή του επάρκεια, λόγω της κρίσης χρέους που πλήττει τη χώρα.

Οι ελληνικές τράπεζες είναι εδώ και καιρό αποκομμένες από τις διεθνείς αγορές, αντιμετώπισαν μεγάλη εκροή καταθέσεων και σημαντικές απώλειες από την περικοπή του δημόσιου χρέους στο πλαίσιο του PSI.

Υπό το πρίσμα αυτής της συγκυρίας, έπρεπε να προστατευθεί η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος καθώς γινόταν αντιληπτό ότι οποιοδήποτε λάθος βήμα θα πυροδοτούσε μια τραπεζική κρίση, με επιπτώσεις και πέραν της Ελλάδος.

Σ’ αυτό το περιβάλλον η συνδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας υπήρξε καθοριστική. Παρά την εξαιρετικά αρνητική συγκυρία, η Τράπεζα της Ελλάδος μερίμνησε ώστε οι αρνητικές εξελίξεις να μη διαταράξουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να μην καταλήξουν εις βάρος των καταθετών. Ουδείς καταθέτης υπέστη ζημία.

Ειδικότερα, με ενέργειες της Τράπεζας της Ελλάδος:

– Καλύφθηκαν οι έκτακτες βραχυχρόνιες ανάγκες των τραπεζών για ρευστότητα, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιούν τους καταθέτες.

– Διαμορφώθηκε, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων. Ήδη, οι διαδικασίες που προβλέπει αυτό το πλαίσιο εφαρμόστηκαν με επιτυχία σε έξι τράπεζες, χωρίς να διαταραχθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και διασφαλίζοντας την απόλυτη προστασία των καταθετών.

– Εξασφαλίστηκαν μέσω του Προγράμματος Στήριξης οι απαιτούμενοι πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία αποτελεί κρίσιμο βήμα για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, τη διασφάλιση των καταθέσεων και την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς. Μέρος των σχετικών κονδυλίων θα χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση-εξυγίανση του πιστωτικού συστήματος.

– Αξιολογήθηκε η βιωσιμότητα των τραπεζών και προσδιορίστηκαν οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών εμπορικών τραπεζών για την περίοδο 2012-2014.

Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι, έστω και με καθυστέρηση, ξεκίνησε η αναγκαία συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος.
Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και η ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος αποτελούν κομβικής σημασίας μεταρρυθμίσεις, καθώς η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς αυτές εκ μέρους των εγχώριων αποταμιευτών και των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει στη χαλάρωση των πιέσεων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες επί της ρευστότητάς τους, καθώς θα επηρεάσει θετικά τη ροή των καταθέσεων και τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Η ανάκαμψη και η επιστροφή στην ανάπτυξη αποτελούν εθνική προτεραιότητα.

Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη είναι:

α) Να αρθεί η αβεβαιότητα για τη θέση της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Όσο το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό και αναπαράγεται, η απειλή θα συνεχίσει να επικρέμαται, υπονομεύοντας τις προσπάθειες για συντεταγμένη έξοδο από την κρίση. Για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, απαιτείται συστηματική προσπάθεια που θα καλύψει το χαμένο έδαφος και θα δημιουργήσει την πεποίθηση ότι η ύφεση έχει ορατό σημείο καμπής και δεν είναι ένας κύκλος αέναων επιβαρύνσεων χωρίς αποτέλεσμα.

β) Να ολοκληρωθεί ένα εθνικό σχέδιο για τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Το Μνημόνιο είναι απλώς πυξίδα των αλλαγών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, περιλαμβάνοντας τις ελάχιστες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης.

καμία περίπτωση ωστόσο οι προβλέψεις του Μνημονίου δεν υποκαθιστούν την ευθύνη της Ελλάδος να ολοκληρώσει ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης -μια εθνική στρατηγική για τη ριζική αλλαγή των δομών της οικονομίας και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της.

Κεντρική επιδίωξη της νέας στρατηγικής είναι η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα εξαλείψουν τα αίτια που δημιούργησαν τα δίδυμα ελλείμματα, εσωτερικά και εξωτερικά, και θα εξασφαλίσουν τις θεσμικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια σύγχρονη, δυναμική, ευέλικτη κι ανταγωνιστική οικονομία.

Όσον αφορά την επίσπευση της ανάκαμψης, κύριοι στόχοι της προσπάθειας πρέπει να είναι:

Πρώτον, η άμεση εφαρμογή μέτρων που ευνοούν την επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως είναι η επιτάχυνση της απορρόφησης των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και η επανέναρξη της κατασκευής των οδικών αξόνων.

Δεύτερον, η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας. Η πρόοδος και η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος θα συντελέσουν στην επιστροφή καταθέσεων και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας.

Τρίτον, η άμεση βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και απλοποίηση του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου. Αυτή αποτελεί την κρίσιμη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή όλων των άλλων μεταρρυθμίσεων και πολιτικών.

Τέταρτον, ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς και η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Το σύστημα που σχεδιάζεται πρέπει να στηρίζεται στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω περιορισμού της φοροδιαφυγής, ούτως ώστε να μπορέσει να περιορίσει την φορολογική επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων, η οποία έχει αυξηθεί υπέρμετρα, και να συμπεριλάβει φορολογικές ρυθμίσεις για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και την επίσπευση της ανάκαμψης.

Πέμπτον, η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων. Τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις συμβάλλουν απευθείας στη μείωση του χρέους, επιπλέον όμως οι αποκρατικοποιήσεις ενισχύουν την ανάπτυξη και δημιουργούν νέες, βιώσιμες θέσεις εργασίας.

Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκπέμπουν θετικά μηνύματα.

Η δική μας προσπάθεια τώρα πρέπει να επικεντρωθεί στον περιορισμό της ύφεσης, την επίσπευση της ανάκαμψης και την εδραίωση των προϋποθέσεων για διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Παρά τις καθυστερήσεις, η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε σημαντικούς τομείς είναι απτή και μετρήσιμη. Παρά τους κινδύνους και τη συνεχιζόμενη ύφεση, η οικονομία αλλάζει.

Με τις πρώτες σαφείς ενδείξεις ότι απομακρυνόμαστε από πρακτικές του παρελθόντος και χαράζουμε μια νέα στρατηγική για το μέλλον, το κλίμα μπορεί να αντιστραφεί γρήγορα και να εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι το τέλος της ύφεσης επίκειται. Αυτό θα είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για μια νέα αναπτυξιακή πορεία.