Υπόμνημα με τις θέσεις και τις προτάσεις της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων για το υπό κατάρτιση φορολογικό νομοσχέδιο απέστειλε ο πρόεδρός της, κ. Κ. Μίχαλος, προς τον Υπουργό Οικονομικών, κ. Ιωάννη Στουρνάρα.
Επισυνάπτεται η επιστολή του προέδρου της ΚΕΕ:
«Κύριε Υπουργέ,
Η πολυπλοκότητα του ισχύοντος φορολογικού συστήματος δυσχεραίνει την εφαρμογή του και παράλληλα καθιστά το διαχειριστικό του κόστος υπερβολικά υψηλό. Για το λόγο αυτό η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων υποστηρίζει ότι στις παρούσες οικονομικές συνθήκες είναι επιτακτική η δημιουργία ενός νέου εθνικού, απλού, κατανοητού, άμεσα εφαρμόσιμου και σταθερού φορολογικού συστήματος, με μικρό διαχειριστικό κόστος, το οποίο θα διατηρηθεί σε εφαρμογή τουλάχιστον για μια δεκαετία. Το νέο αυτό σύστημα θα αποτελεί μέσο πάταξης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, που έχουν πάρει τεράστιες διαστάσεις.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω προτείνουμε τα εξής:
Φορολογία επιχειρήσεων
– Την καθιέρωση στη φορολογία επιχειρήσεων ενιαίου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από επιχειρηματικές δραστηριότητες, εταιρειών (Ο.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε. κ.λπ.) σε ποσοστό 20% (φόρος εισοδήματος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων).
– Τη μείωση της προκαταβολής φόρου κερδών σε 50% από 80% που είναι σήμερα – και κρίνεται ως ιδιαίτερα άδικο – για τη δημιουργία ρευστότητας στις επιχειρήσεις.
– Τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, η οποία κρίνεται απαραίτητη για την τόνωση της ζήτησης που φέρνει και επενδύσεις, αλλά παράλληλα συμβάλλει και στην αλλαγή της ψυχολογίας στην αγορά, που παράγει και οικονομικά αποτελέσματα. Επίσης την επαναφορά του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση.
– Από τα αδιανέμητα κέρδη προ φόρων, η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει ειδικό αποθεματικό επενδύσεων τριετίας μη δυνάμενο να είναι μικρότερο από το 80% αυτών. Το αποθεματικό αυτό φορολογείται κατά το σχηματισμό του με συντελεστή 5%, και μετά την πραγματοποίηση των επενδύσεων κεφαλαιοποιείται χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση. Σε περίπτωση ακάλυπτου ποσού αποθεματικού στο τέλος της τριετίας (κατά δήλωση της εταιρείας), αυτό φορολογείται με 15%. Αν η μη πραγματοποίηση των επενδύσεων εντός τριετίας δε δηλωθεί και διαπιστωθεί κατ’ έλεγχο, το ακάλυπτο ποσό του αποθεματικού θα φορολογηθεί με συντελεστή 30%.
– Την παραμονή στο 5% της φορολογίας που αφορά στη μεταβίβαση επιχειρήσεων σε τρίτους, υπαλλήλους και σε συγγενείς. Έχει αποδειχθεί – σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – ότι η διατήρηση, αλλά και η δημιουργία θέσεων εργασίας, επιτυγχάνεται καλύτερα από την μεταβίβαση παρά από την δημιουργία νέας επιχείρησης.
– Την άρση των φορολογικών αντικινήτρων που εμποδίζουν την ανέγερση και αγορά κατοικίας (1ης, 2ης παραθεριστικής). Ανάλογη μέριμνα και για τα ακίνητα προς χρήση επαγγελματικών ή βιοτεχνικών δραστηριοτήτων.
– Την παροχή φορολογικών κινήτρων στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους μοναδικούς κλάδους που εμφανίζουν προοπτικές ανάπτυξης, αυτών της ενέργειας (ΑΠΕ – φωτοβολταϊκά κ.ά.), των εξαγωγών και του τουρισμού.
Φορολογικός έλεγχος
– Τη δημιουργία (με Προεδρικό Διάταγμα) Κώδικα Φορολογικών Υποχρεώσεων – Ελέγχου και Κυρώσεων, ώστε να υφίστανται σε ενιαίο κείμενο, ο τρόπος επιλογής των υποθέσεων, η διαδικασία διενέργειας προληπτικού, προσωρινού και τακτικού φορολογικού ελέγχου, οι προβλεπόμενες κυρώσεις για τις παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που θα διαπιστώνονται, η διαδικασία προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, η διαδικασία κοινοποίησης των φύλλων ελέγχου ή/και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και η διαδικασία βεβαίωσης φόρων και προστίμων. Η ενιαιοποίηση αυτή θα συμβάλει – μέσω της κατάργησης όσων διατάξεων ισχύουν σήμερα και βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορους νόμους – στην απλοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών.
– Τη δημιουργία Σώματος Φορολογικών Ελεγκτών, στο οποίο θα προΐσταται Ειδικός Γραμματέας (τεχνοκράτης κοινής αποδοχής), ο οποίος θα αναφέρεται απευθείας στους αρμόδιους για τα έσοδα Υπουργό και Υφυπουργό. Άμεση κατάργηση των υφιστάμενων ελεγκτικών υπηρεσιών (Δ.Ε.Κ. – Π.Ε.Κ. – Υποδιευθύνσεων και τμημάτων ελέγχου των Δ.Ο.Υ, Υπ.Ε.Ε.), με τη στελέχωση και έναρξη λειτουργίας του.
– Την κατάργηση του αναχρονιστικού Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με ανάλογη προσαρμογή (στα σημερινά δεδομένα) και ενσωμάτωση στον Κώδικα Φορολογικών Υποχρεώσεων – Ελέγχου και Κυρώσεων των απαραίτητων διαδικασιών που αφορούν στην τήρηση βιβλίων, στην έκδοση στοιχείων, στο κύρος των βιβλίων και στοιχείων, και στην υποβολή στοιχείων προς διασταύρωση.
– Τον αναπροσδιορισμό και την αποσαφήνιση των διατάξεων για τα πλαστά – εικονικά φορολογικά στοιχεία, ώστε να μη δίνεται η δυνατότητα διασταλτικής ερμηνείας.
– Τον καθορισμό ειδικού προαιρετικού, αντικειμενικού και αδιάβλητου τρόπου αυτοελέγχου των μικρών επιχειρήσεων με συνοπτικές διαδικασίες. Ο τρόπος αυτός θα αντικαταστήσει την αυτοπεραίωση του Ν. 3296/2004.
– Την έκδοση (κατόπιν σχετικής πρότασης στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) οδηγίας πρόβλεψης της
υποχρέωσης γνωστοποίησης των πραγματικών ιδιοκτητών των offshore εταιρειών στις φορολογικές αρχές των κρατών-μελών, εφ’ όσον αυτές δραστηριοποιούνται συνεργαζόμενες με εταιρεία η οποία έχει έδρα, κράτος-μέλος της ΕΕ.
Επενδύσεις
– Την απαλλαγή της φορολόγησης μέρους των κερδών σε ποσοστό 40% για επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 2 εκατ. ευρώ όταν τα κέρδη αυτά χρησιμοποιούνται για αγορά μηχανολογικού και τεχνολογικού εξοπλισμού.
– Την ισχύ ισοδύναμης ρήτρας για μείωση του φορολογικού συντελεστή στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό πάντα με την υποχρέωση για επένδυση.
Κλείνοντας, κύριε Υπουργέ, θα θέλαμε να σας επισημάνουμε ότι, με δεδομένη την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι επιχειρήσεις της χώρας, διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις για το κατά πόσο οι νέες ρυθμίσεις του υπό ψήφιση φορολογικού νομοσχεδίου βρίσκονται στο σωστό δρόμο.
Άποψή μας είναι ότι το νομοσχέδιο αυτό είναι κατώτερο της περίστασης και της κρίσιμης κατάστασης που βρίσκεται η οικονομία της χώρας, δεδομένου ότι δεν βλέπουμε να περιλαμβάνονται οι διατάξεις εκείνες που θα οδηγήσουν, με την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών στις επιχειρήσεις και στην κοινωνία γενικότερα, στο δρόμο της ανάπτυξης που θα δώσει ανάσα στην πραγματική οικονομία.
Πιστεύουμε ότι πρώτη προτεραιότητα της Κυβέρνησης πρέπει να είναι η άμεση λήψη των κατάλληλων εκείνων αναπτυξιακών μέτρων, που – σε συνδυασμό με την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό – θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση και θα μειώσουν την ανεργία και όχι η λήψη δυσβάστακτων μέτρων για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Η ανάπτυξη δεν θα επιτευχθεί με μέτρα φοροεισπρακτικού χαρακτήρα, μέσω της επιβολής νέων φόρων στον επιχειρηματικό κόσμο και με τη μείωση μισθών και συντάξεων, τα οποία όχι μόνο δεν θα συντελέσουν στη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης, αλλά αντίθετα θα εντείνουν την υφεσιακή πορεία στην οποία έχει εισέλθει η οικονομία μας. Γι’ αυτό και εκφράζουμε την αντίθεσή μας στις προτεινόμενες αυξήσεις της φορολογίας που κατά περιπτώσεις ξεπερνούν το 30% και φθάνουν και πάνω από 60% σε Ο.Ε., Ε.Ε., ατομικές επιχειρήσεις και ελευθέρους επαγγελματίες αλλά και σε μισθωτούς και συνταξιούχους.
Ειδικότερα η φορολόγηση των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων από το πρώτο ευρώ, μετά και από την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 5.000 ευρώ, µε δύο συντελεστές 26% για εισοδήματα μέχρι 50.000 ευρώ και 33% για εισοδήματα άνω του ορίου των 50.000 ευρώ, πιστεύουμε ότι θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση αδιεξόδου στην οποία έχει περιέλθει η πλειονότητα των επιχειρηματιών, χωρίς όμως να αποφέρει παράλληλα και επιπλέον φόρους στα δημόσια ταμεία.
Η εφαρμογή της νέας κλίμακας φορολογίας εισοδήματος και των νέων φορολογικών μέτρων για τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό και µε την τρέχουσα δυσμενή οικονομική κατάσταση, θα οδηγήσει µε μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο πολλών ακόμη μικρών επιχειρήσεων, µε ότι αυτό συνεπάγεται για το κράτος (αύξηση ανεργίας, µη καταβολή ΦΠΑ, ασφαλιστικών εισφορών, φόρο εισοδήματος για την εμπορική τους δραστηριότητα, δημοτικά τέλη κλπ.).
Η δημοσίευση όλων των φορολογικών στοιχείων των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών δεν αποτελεί λύση για την πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και δεν θα οδηγήσει – όπως πιστεύεται – στην αποτελεσματική είσπραξη των φόρων, για την οποία θα πρέπει να υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση, αλλά και μεγάλη αυστηρότητα στην εφαρμογή της. Για άλλη μια φορά η διαπόμπευση του επιχειρηματία έρχεται να καλύψει την προβληματική δομή των φορολογικών και εισπρακτικών μηχανισμών του ίδιου του κράτους, η οποία οδηγεί σε χαμηλά φορολογικά έσοδα, παρά το γεγονός ότι η φορολογία στην χώρα µας είναι υψηλή.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω δεν απαιτείται µόνο μια φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά ένας συνδυασμός οικονομικής πολιτικής µε κίνητρα για την ανάπτυξη της οικονομίας, την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά και την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας µας.
Τα κύρια ζητούμενα της αναγκαίας φορολογικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι η απλοποίηση και η σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, µε αντίστοιχη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για να περιορισθεί η φοροδιαφυγή. Για να αποκτήσει δε η χώρα μας αναπτυξιακούς ρυθμούς, που σήμερα στερείται λόγω της μεγάλης ύφεσης, χρειάζεται λιγότερους φόρους, λιγότερη λιτότητα και χρηματοπιστωτική ανάσα στον επιχειρηματικό τομέα, μέσω των τραπεζών, ώστε να σταματήσουν τα χιλιάδες λουκέτα που δυστυχώς αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Βασική προϋπόθεση είναι ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Η ανάπτυξη μαζί με τη δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να κινηθούν παράλληλα. Η ανάκαμψη που αποτελεί κλειδί για την επίτευξη όλων των στόχων που έχουν τεθεί και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη, είναι όντως ο δρόμος που θα οδηγήσει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους και των ελλειμμάτων.»