Έναν από τους πλέον δυσεπίλυτους γρίφους, σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις Ελλάδας – Ελβετίας για τη φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων στις ελβετικές τράπεζες, είναι το ύψος αυτών.
Μετά από διάφορα δημοσιεύματα, που τις εκτιμούσαν ακόμα και στα 600 δισ. ευρώ (!) – όπως αυτό του Spiegel -, τα πράγματα φαίνεται ότι είναι πολύ διαφορετικά.
Και πώς να μην είναι, όταν το σύνολο των χρημάτων, που υπάρχουν στις τράπεζες της χώρας από όλο τον κόσμο είναι 2,1 τρισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 1,05 προέρχονται από Ευρωπαίους.
Και από αυτά οι εκτιμήσεις του γενικού γραμματέα της Ένωσης Ελβετών Private Bankers, Michel Derobert, αναφέρουν πως «μόνο το 5% είναι ελληνικά λεφτά. Κι αυτό, γιατί υπάρχουν πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες, που έχουν εγκατασταθεί στην Ελβετία ή στο Λονδίνο. Αυτοί θεωρούνται υπήκοοι εκείνων των χωρών και όχι της Ελλάδας».
Οι τραπεζίτες στη Γενεύη και στη Ζυρίχη δεν καλοβλέπουν όλες αυτές τις πιέσεις προς την Ελβετία για επιπλέον φορολόγηση των καταθέσεων και για αποκάλυψη των στοιχείων των καταθετών, καθώς έχουν ήδη επηρεάσει τη δουλειά τους. Αν και «τα χρήματα, που φεύγουν, καλύπτονται μέχρι στιγμής από άλλα, καινούρια, που έρχονται».
Ας μην ξεχνάμε ότι – σύμφωνα με στοιχεία του Boston Consulting Group – η Ελβετία είναι ο νούμερο ένα προορισμός παγκοσμίως για κατάθεση χρημάτων στην αλλοδαπή, έχοντας μερίδιο με 27%, με τη Μ. Βρετανία – συμπεριλαμβανομένων των Channel Islands – να ακολουθεί με 25%.
Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις Αθήνας και Βέρνης για μια συμφωνία, στα πρότυπα της ελβετοβρετανικής ή ελβετοαυστριακής – αφού η ελβετογερμανική δεν πέρασε κοινοβουλευτικά στη Γερμανία -, ο κύριος Derobert εξέφρασε τους φόβους του πως – και να επιτευχθεί – δεν θα λειτουργήσει για την Ελλάδα, καθώς η επιτυχία στην εφαρμογή τέτοιων συμφωνιών εξαρτάται – σύμφωνα πάτα με τον ίδιο – από το πώς λειτουργούν οι φορολογικές δομές σε κάθε χώρα : «Εάν στο εσωτερικό της χώρας δεν πληρώνονται οι φόροι όπως πρέπει, τότε καμία συμφωνία ή ρύθμιση δεν πρόκειται να πετύχει. Κι αυτό, γιατί οι υπόχρεοι θα σκεφτούν ότι ‘Αφού δεν πληρώνω φόρους τόσα χρόνια στη χώρα μου, γιατί να το κάνω τώρα στην Ελβετία ;».