Ανεπηρέαστες από τους κραδασμούς της Αραβικής ‘Ανοιξης έμειναν οι ελληνικές επενδύσεις στην Αίγυπτο, οι οποίες μάλιστα σημείωσαν αύξηση κατά περίπου 300 εκατ. δολάρια σε σχέση με το 2007, κινούμενες κόντρα στο αρνητικό κλίμα, που έκανε πολλούς ξένους επιχειρηματίες «να τα μαζέψουν και να φύγουν», όταν ξέσπασαν οι εξεγέρσεις στα κράτη της Βόρειας Αφρικής.
Τα στοιχεία που πιστοποιούν την αύξηση των ελληνικών επενδύσεων παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη η ακόλουθος Α’ Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο, Παρασκευή Τασάκου, στη διάρκεια εκδήλωσης του υπουργείου Εξωτερικών και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΒΕΘ), στο πλαίσιο του έργου WIDE για την επιχειρηματική καινοτομία στη Μεσόγειο.
«Η ζημία που υπέστη η Αίγυπτος από το 2011 και μετά είναι πολύ σημαντική και αφορά και τις ξένες επενδύσεις, που έχουν μειωθεί μέχρι στιγμής κατά 67,6% σε σχέση με το ανώτερο σημείο τους το 2007, όταν είχαν διαμορφωθεί σε σχεδόν 13 δισ. δολάρια.
Ο κλάδος που κυρίως επλήγη ήταν αυτός της ενέργειας, ενώ η χώρα που κράτησε τις μεγαλύτερες αποστάσεις ήταν οι ΗΠΑ, οι οποίες έχασαν την παραδοσιακή επενδυτική πρωτοκαθεδρία τους στη χώρα, με αποτέλεσμα η ΕΕ να έχει γίνει ο µμεγαλύτερος επενδυτής (σ.σ. καλύπτει πλέον το 60% των ακαθάριστων εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων)», σημείωσε η κα Τασάκου.
Στο 1 δισ. δολ. οι ελληνικές επενδύσεις
Κατά την ίδια ωστόσο, η τάση αυτή τής από-επένδυσης δεν αφορά τα ελληνικά κεφάλαια. «Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν καλό όνομα (brand) στην Αίγυπτο και συνεχίζουν να συντηρούνται. Τολμώ μάλιστα να πω ότι δεν επηρεάστηκαν από την Αραβική Άνοιξη.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι ελληνικές επενδύσεις στην Αίγυπτο ήταν περίπου 700 εκατ. δολ το 2007 και 900 εκατ. δολ το 2009 και σήμερα έχουν φτάσει -συνολικά- στο 1 δισ. δολ. Θεωρώ ότι η αύξηση αυτή οφείλεται σε εκείνους τους Έλληνες επιχειρηματίες, που λειτούργησαν σαν αναλυτές και ”εξερευνητές” κι επισκέφτηκαν την Αίγυπτο πολλές φορές, που επένδυσαν, επέμειναν και κράτησαν τη σωστή επενδυτική στάση, κάτι πολύ σημαντικό για την αιγυπτιακή αγορά που είναι λίγο ιδιόμορφη».
Η Ελληνίδα διπλωμάτισσα επισήμανε ακόμη ότι η αγορά στην οποία απευθύνονται οι ελληνικές επιχειρήσεις (περίπου 20 εκατ. άνθρωποι από τον συνολικό πληθυσμό της Αιγύπτου), εξακολουθεί ν’ αντέχει στις πιέσεις. Πρόσθεσε ότι οι κλάδοι στους οποίους κυρίως δραστηριοποιούνται οι Έλληνες επενδυτές και έμποροι είναι αυτοί των τροφίμων, του βάμβακος («η Αίγυπτος εξάγει το βαμβάκι που παράγει και εισάγει ελληνικό για την κάλυψη των αναγκών της τοπικής κλωστοϋφαντουργίας») και των μετάλλων και ορυκτών. Άλλοι κλάδοι με σημαντική ελληνική παρουσία είναι αυτοί των βιομηχανιών χάρτου, τσιμέντου, κατασκευών και δομικών υλικών.
Σύμφωνα με ενημερωτικό σημείωμα του γραφείου ΟΕΥ Καΐρου (Ιούλιος 2012), «το επιχειρηµατικό κλίµα επιδεινώθηκε σηµαντικά στον απόηχο της 25ης Ιανουαρίου (σ.σ. όταν ξέσπασε η εξέγερση) χωρίς να αποκατασταθεί κατά τη διάρκεια της µακράς µεταβατικής περιόδου. Αν και βελτιώσεις πραγµατοποιήθηκαν όσον αφορά την ασφάλεια, η νοµική και διοικητική αβεβαιότητα εξακολουθεί να αποτελεί πρόβληµα. Η ιδιωτικοποίηση έχει καταστεί ένα ευαίσθητο θέµα, και είναι απίθανο νέες ιδιωτικοποιήσεις να λάβουν χώρα σύντοµα».
Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Αιγύπτου, η μεγάλη πτώση καθαρών εισροών ξένων επενδύσεων, που σημειώθηκε στο οικονομικό έτος 2010/11, είχε ως αποτέλεσμα αυτές να μειωθούν σε µόλις 2,2 δισ. δολ (0,9% του ΑΕΠ), έναντι 6,8 δισ. δολάρια (3,1% του ΑΕΠ) κατά το προηγούµενο οικονοµικό έτος.