Η απόσυρση χρέους μέσω της επαναγοράς ομολόγων από το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα έχει θεαματικά αποτελέσματα, ωστόσο θα προσφέρει μια μικρή ελάφρυνση του χρέους, εκτιμούν τραπεζικά στελέχη.
Με το PSI έγινε ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου συνολικής ονομαστικής αξίας 198,04 δισ. ευρώ έναντι νέων ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 92,07 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας 56,6 δισ. ευρώ που είχαν στο χαρτοφυλάκιό τους η ΕΚΤ, οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δεν συμμετείχαν στην ανταλλαγή ομολόγων.
Η μόνη λοιπόν πιθανή δεξαμενή για την απόσυρση χρέους είναι αυτά τα 148 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ομόλογα ονομαστικής αξίας 4 δισ. ευρώ βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Alpha Bank και Πειραιώς. Ωστόσο, οποιαδήποτε μείωση στην αξία των ομολόγων που έχουν οι εν λόγω τράπεζες στα χαρτοφυλάκια διακράτησης (ή άλλες ξένες τράπεζες) θα δημιουργούσε μεγαλύτερες κεφαλαιακές ανάγκες για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Αυτό γιατί αν οι τράπεζες έχουν εγγράψει 14 δισ. ευρώ στα βιβλία τους και δεχθούν να δώσουν τα ομολογά τους έναντι π.χ. 6 δισ. ευρώ, τα 8 δισ. ευρώ που θα κερδίσει το Δημόσιο από τη διαγραφή του χρέους θα τα χάσει η τράπεζα σε κεφάλαια, οπότε θα χρειαζόταν πρόσθετη κεφαλαιακή ενίσχυση.
Οι τράπεζες προτιμούν να κρατούν στάση αναμονής , καθώς οποιαδήποτε παρέμβαση στην αγορά ομολόγων -που δεν τις περιλαμβάνει – θα αυξήσει τις τιμές των χρεογράφων και θα βελτιώσει την κεφαλαιακή κατάσταση των τραπεζών.
Πάντως, με βάση όλα τα δεδομένα πιθανότερο είναι να μπουν στη διαδικασία επαναγοράς ομολόγων οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας 56,6 δισ. ευρώ που κατέχουν η ΕΚΤ, οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα οποία αποκτήθηκαν έναντι 35 δισ. ευρώ περίπου. Αυτά με επανάκτηση στην τιμή κτήσης θα ελάφρυναν το χρέος κατά 21 δισ. ευρώ.