Στα χρόνια των Μνημονίων το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μας είχε συνηθίσει να αμφισβητεί τις προβλέψεις του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Τώρα φαίνεται πως κάτι άλλαξε. Στην έκθεσή του World Economic Outlook που δόθηκε στη δημοσιότητα θέτει τον πήχη για το ρυθμό ανάπτυξης στο 2% φέτος (2,1% προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού) και στο 2,4% το 2019 ( έναντι 2,5% της πρόβλεψης του προσχεδίου). Για το πρωτογενές πλεόνασμα διατηρεί την εκτίμησή του ότι θα επιτευχθεί το 3,5% του ΑΕΠ ενώ για την ανεργία προβλέπει πτωτική τροχιά. Βέβαια, το ΔΝΤ μπορεί να βελτιώνει τις προβλέψεις του αλλά δεν αναμένεται να συμβεί το ίδιο με τη στάση που θα τηρήσει στο θέμα της περικοπής των συντάξεων. Το Ταμείο επιμένει στη διαθρωτική φύση του μέτρου κάτι που αναμένεται να καταστήσει σαφές η Κριστίν Λαγκάρντ στον Ευκλείδη Τσακαλώτο στο εξωτικό Μπαλί στο περιθώριο της ετήσιας Συνόδου. Για το θέμα των συντάξεων αναμένεται να τοποθετηθεί και το δεξί χέρι της Λαγκάρντ Πόουλ Τόμσεν. Προς το παρόν, κυριαρχούν οι προβλέψεις. Στο World Economic Outlook το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα, οι προβλέψεις του Ταμείου για την ελληνική οικονομία αφορούν σε:
- Ρυθμό ανάπτυξης 2% φέτος, 2,4% το 2019 αλλά 1,2% το 2023 με την οικονομία της ευρωζώνης να κάνει αντίστοιχη βουτιά ( 2% φέτος , 1,9% το 2019 και 1,4% το 2023). Τα τελευταία τρίμηνα 2017-19, το ΔΝΤ εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα σημειώσει μεγέθυνση 2,2% φέτος και 2,5% το 2019 έναντι 2% το 2017.
- Πληθωρισμό 0,7% φέτος, 1,2% το 2019 και 1,8% το 2023.
- Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με έλλειμμα 0,8% του ΑΕΠ φέτος, 0,4% το 2019 και μηδενισμό το 2023.
- Ανεργία 19,9% του εργατικού δυναμικού φέτος και 18,1% το 2019 έναντι 21,5% το 2017.
Χάσαμε ¼ του ΑΕΠ σε καιρό ειρήνης
Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης του ΔΝΤ περιλαμβάνεται ειδική ανάλυση στην οποία εξετάζεται η πτώση πάνω από 20% στον κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 1960-2017 σε σύνολο 92 χωρών. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται και η περίπτωση της Ελλάδας η οποία εμφανίζεται να έχει χάσει σε καιρό ειρήνης το 26% στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2007-2013 λόγω της βαθιάς κρίσης των τελευταίων ετών. Σε Λιβερία, Υεμένη και Γεωργία, η βουτιά του ΑΕΠ κυμαίνεται από 70% έως και 93% με τη στατιστική καταγραφή να συνοδεύεται από αναφορές σε αίτια όπως πόλεμοι, εμφύλιοι και μη, ένοπλες επαναστάσεις, κρίσεις στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, τραπεζικές κρίσεις ή δημοσιονομικές. Η αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική οικονομία, με τα πρώτα σημάδια ύφεσης, ξεκίνησε το 2008, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξέσπασε όταν έσκασε η «φούσκα» των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και κατέρρευσε η Lehman Brothers. Πριν από όλα αυτά, η Ελλάδα είχε καταφέρει να διαθέτει το 26ο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ σήμερα έχει υποχωρήσει στην 40ή θέση, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να ανέρχεται μόλις στα 18.637 δολάρια (16.220 ευρώ περίπου). Το ανησυχητικό είναι ότι, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΔΝΤ, η μελέτη των 133 κρίσεων δείχνει πως «μεγαλύτερες καθοδικές περίοδοι στην οικονομία δεν ακολουθούνται από περιόδους ισχυρότερης ανάκαμψης». Δηλαδή, η άποψη ότι η οικονομία λειτουργεί σαν ελατήριο που, όσο βαθύτερη είναι η ύφεση που προηγήθηκε, τόσο περισσότερο εκτινάσσεται όταν βγει από το τούνελ της κρίσης, δεν ισχύει. Η Βενεζουέλα εκτιμάται ότι μεταξύ 2013 και 2017 έχασε το 35% στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ , πτώση η οποία θα αγγίζει το 60% έως το 2023.