Θετικές προοπτικές διαβλέπουν στην αγορά ακινήτων της Θεσσαλονίκης, επενδυτές που δραστηριοποιούνταν σε αγορές του εξωτερικού, όπως το Ισραήλ, δίνοντας έμφαση στη Βόρεια Ελλάδα, σύμφωνα με όσα είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9» ο πρόεδρος της Ένωσης Μεσιτών Ακινήτων Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ελλάδας, Νίκος Μανομενίδης.
«Είδαμε επενδυτές να φεύγουν από κάποιες αγορές που πήραν υπεραξίες και αυτό το είδαμε πάρα πολύ έντονα στη Θεσσαλονίκη, από επενδυτές που είχαν ακίνητα στο Ισραήλ και την Κωνσταντινούπολη. Εκεί, πλέον, θεώρησαν ότι οι τιμές είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο, οπότε ξεκίνησαν να πουλάνε ακίνητα σε εκείνες τις περιοχές και θεώρησαν ότι η Ελλάδα είναι μια πολλά υποσχόμενη περιοχή στην αγορά ακινήτων, ήρθαν και ξεκίνησαν να κάνουν επενδύσεις εδώ», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μανομενίδης.
Παρουσιάζοντας την κινητικότητα που καταγράφεται στον χώρο της αγοράς ακινήτων, ο κ. Μανομενίδης τόνισε πως πρόκειται για επενδυτές που έχουν επενδύσει σε πολλά μικρά διαμερίσματα ή σε πολύ μεγάλα κτίρια. «Αυτό που βλέπουμε είναι είτε πολύ μικρά ακίνητα, αλλά μπορεί και πολλά μικρά, δηλαδή υπάρχουν επενδυτές που έχουν επενδύσει σε πάνω από 60 διαμερισματάκια, είτε πολύ μεγάλα κτίρια. Δεν υπάρχει ενδιάμεση αγορά. Δηλαδή, η αγορά των 150.000 μέχρι 300.000 ευρώ δεν υπάρχει, υπάρχουν πάρα πολλές μικρές αγορές».
Πλέον, σύμφωνα με τον κ. Μανομενίδη, η κατώτερη τιμή για ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης διαμορφώνεται στα 700 ευρώ/ανά τ.μ., ενώ πριν από δύο χρόνια ήταν στα 400-500 ευρώ (για παλαιό διαμέρισμα).
Αυτή η νέα εξέλιξη προστίθεται στο σταθερό ενδιαφέρον των αλλοδαπών αγοραστών -και δη όσων προέρχονται από τις βαλκανικές χώρες- το οποίο ήταν ιδιαίτερα έκδηλο και την περίοδο της κρίσης. “Οι αλλοδαποί αγοραστές την περίοδο της κρίσης ήταν οι βασικοί επενδυτές στην Ελλάδα. Στη Βόρεια Ελλάδα, είχαμε πάρα πολλούς Βαλκάνιους που έκαναν μικρές επενδύσεις, δηλαδή από 15.000 μέχρι το ανώτερο 100.000 ευρώ. Οι περισσότερες συναλλαγές περίπου ήταν στα 50.000 ευρώ. Σε μικρά διαμερίσματα κυρίως μέσα στην πόλη, αλλά είχαν παρατηρηθεί -και τελευταία έχουν αυξηθεί πάρα πολύ- συναλλαγές στα κοντινά παράλια, Περαία, Αγ. Τριάδα. Αυτό (σ.σ. οι συναλλαγές) γίνονταν σταθερά τα τελευταία έξι με επτά χρόνια”, τόνισε ο κ. Μανομενίδης.
«Τσιμπημένες» τιμές σε αστικά κέντρα και τουριστικές περιοχές
Αναφερόμενος, δε, στην αύξηση που καταγράφηκε στις τιμές των διαμερισμάτων το β’ τρίμηνο του 2018 στη Θεσσαλονίκη (+0,2%) έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2017, ο κ. Μανομενίδης σημείωσε ότι, οι τιμές έχουν “τσιμπήσει” γενικά στα αστικά κέντρα και στις τουριστικές περιοχές για επαγγελματικούς τουριστικούς λόγους. Αυτό -πρόσθεσε- οφείλεται κατά πρώτο λόγο στις ανάγκες των ανθρώπων, οι οποίες, όπως είπε, είχαν συμπιεστεί τα τελευταία δέκα χρόνια. “Το τελευταίο διάστημα έχουμε δει μεγάλη κινητικότητα στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, γύρω από αυτές έχει δημιουργηθεί μία αγορά ακινήτων, η οποία είχε να κάνει περισσότερο με μικρά εγκαταλελειμμένα σπίτια, στην αρχή στα κέντρα των πόλεων και στη συνέχεια αναπτύχθηκε και σε καλύτερες περιοχές”, επισήμανε.
Σε ό,τι αφορά τη μίσθωση ακινήτων, ο κ. Μανομενίδης σημείωσε, μεταξύ άλλων, πως η αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης δημιούργησε μια πολύ μεγάλη βιομηχανία και «τα τελευταία δύο ίσως τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, είδαμε να τριπλασιάζεται ο τουρισμός. Αυτό περιόρισε την προσφορά διαμερισμάτων που ήταν για τους φοιτητές ή για τους περιστασιακά εργαζόμενους στην πόλη και ανέβασε τις τιμές».
Επάρκεια διαμερισμάτων για φοιτητές
Ερωτηθείς για το εάν θα υπάρχει επάρκεια διαμερισμάτων στην αγορά για τους φοιτητές ενόψει του νέου ακαδημαϊκού έτους, ο κ. Μανομενίδης εκτίμησε ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα και ότι οι τιμές θα κινηθούν στα προ της κρίσης επίπεδα.
«Δεν πιστεύω ότι θα έχουμε πρόβλημα, με την έννοια ότι δεν θα βρεις σπίτι στο Συντριβάνι ή στην Καμάρα κοντά στα πανεπιστήμια […] Η Θεσσαλονίκη θα έχει ανεβασμένα μισθώματα, δηλαδή εκεί που βρίσκαμε στο κέντρο πριν από δύο χρόνια από 200-250 ευρώ γκαρσονιέρα ξαναγυρίσαμε στα πριν από την κρίση επίπεδα, στα 300-350 ευρώ, αλλά μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει διαμέρισμα με 200-250 ευρώ σε άλλες περιοχές εκτός του κέντρου, όπως στην Τούμπα και Χαριλάου (ανατολική Θεσσαλονίκη) ή Νεάπολη και Σταυρούπολη (δυτική Θεσσαλονίκη)».
Οι μεσίτες, σύμφωνα με τον κ. Μανομενίδη, αποτελούν τη “δικλείδα ασφαλείας” τόσο για τους εκμισθωτές, όσο και για τους μισθωτές, διότι και οι δύο πλευρές θα έχουν την επαγγελματική υποστήριξη που χρειάζονται.
«Το νωρίτερο σε τρία χρόνια θα κινηθεί η οικογενειακή κατοικία»
Σχετικά με την πορεία της αγοράς ακινήτων το επόμενο έτος, ο κ. Μανομενίδης τόνισε ότι η ανάκαμψη των ακινήτων ξεκινά από την ανάκαμψη των μισθωμάτων και διατύπωσε την εκτίμηση ότι οι πρώτες κινήσεις αγοραπωλησίας θα εμφανιστούν έπειτα από τρία χρόνια, καθώς και ότι οι τιμές των ακινήτων θα φτάσουν στα επίπεδα που ήταν παλαιότερα μέσα σε μία πενταετία.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μανομενίδης, «θα αργήσουμε να δούμε αγοραπωλησίες», διότι, «μπορεί να έπεσε η ανεργία, όμως, αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ακόμα και σήμερα να πιάσει δουλειά και καλοπληρωμένη, θα μπορέσει να πάρει δάνειο σε τρία χρόνια. Το μεγαλύτερο τμήμα του υπόλοιπου ποσοστού του πληθυσμού που ήδη εργάζεται είναι χρεωμένο και δεν μπορεί να πάρει δάνειο. Αυτό σημαίνει ότι η οικογενειακή κατοικία θα κινηθεί το νωρίτερο σε τρία χρόνια. Μέχρι τότε οι στεγαστικές ανάγκες του κόσμου καλύπτονται από τις ενοικιάσεις, δηλαδή θα μπορεί κάποιος να νοικιάζει ένα σπίτι και να δίνει 500-600 ευρώ, η τράπεζα δεν θα δέχεται όμως να τον χρηματοδοτήσει γιατί δεν θα έχει προϊστορία στα εισοδήματά του για την αντίστοιχη δόση. Γι’ αυτό αυξάνονται (τα ενοίκια), γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να αγοράσει (κατοικία) και αναγκαστικά μισθώνει».