Μέτρα ελέγχου για για κάθε μη τακτικά επαναλαμβανόμενη μεταφορά χρηματικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ λαμβάνουν οι τράπεζες και τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή.
Οποιοσδήποτε πληρώνει, εισπράττει ή μεταφέρει χρήματα από το ποσό αυτό και πάνω θεωρείται ύποπτος και βρίσκεται αυτόματα μέσα σε λίστα ελέγχου.
Με το άρθρο 12 του νομοσχεδίου, προστίθεται στις περιπτώσεις συναλλαγών στις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα δέουσας επιμέλειας από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «κάθε περιστασιακή συναλλαγή που συνίσταται στη μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ».
Συγκεκριμένα, η Αρχή ενημερώνεται όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή που:
- Αφορά ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους.
- Συνίσταται σε μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ.
- Οταν πρόκειται για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή σε μετρητά που αφορά ποσό τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους.
- Τα μέτρα της συνήθους δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να εφαρμόζουν οι τράπεζες και τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα ως προς τους πελάτες τους περιλαμβάνουν:
- Την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές.
- Την πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση αυτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι το υπόχρεο πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο.
- Την αξιολόγηση και ανάλογα με την περίπτωση τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης.
- Την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων, σύμφωνα με κριτήρια που δύνανται να ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.