Η συμφωνία η οποία επιτεύχθηκε κατά την ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής την περασμένη εβδομάδα για την υποστήριξη των πλέον ευάλωτων οικονομιών της ευρωζώνης παραμένει σε ισχύ, αλλά απαιτεί την «πλήρη δέσμευση» των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλώνει σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στην εφημερίδα La Stampa ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκίντο Βέστερβέλε.
Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών απάντησε σε ερώτηση της εφημερίδας σχετικά με τις αμφιβολίες που εξέφρασαν η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Σλοβακία για το μέρος της συμφωνίας που προβλέπει την αγορά ιταλικών και ισπανικών τίτλων χρέους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας στη δευτερογενή αγορά.
«Αυτό που αποφασίσθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση ισχύει. Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία είναι να επανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών ως προς την ικανότητα να αναλάβουμε δράση στην Ευρώπη», λέει ο Γκίντο Βέστερβέλε τονίζοντας ότι κατά την άποψη του Βερολίνου, «το σημαντικό για πολιτικούς και συνταγματικούς λόγους είναι όλα τα βήματα για την έξοδο από την κρίση να γίνουν με την πλήρη δέσμευση των εθνικών κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων. Μόνο αν εμείς οι Ευρωπαίοι παραμείνουμε ενωμένοι θα κατορθώσουμε να βγούμε από την κρίση» αναφέρει το ΑΜΠΕ.
Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών απορρίπτει τη θέση ότι η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής της 28ης και 29ης Ιουνίου ανέτρεψε τις ισορροπίες στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Η στενή σύμπραξη ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία υπήρξε πάντοτε το ισχυρό σημείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θα παραμείνει στο μέλλον. Για το Βερολίνο, αυτό δεν αποκλείει κανέναν, διότι, για τη Γερμανία, είναι σημαντική η συνεργασία με τις άλλες χώρες σε βάση ισοτιμίας» τονίζει.
Ο Γκίντο Βέστερβέλε σημειώνει ότι οι συνομιλίες με την Ιταλία είναι επίσης σημαντικές διότι στα μάτια των Γερμανών, η Ρώμη αποτελεί δύναμη πρώτου μεγέθους.
Επαναδιατυπώνοντας την αρνητική θέση της Γερμανίας απέναντι στην αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων, ο Γκίντο Βέστερβέλε δηλώνει ότι «θα αποτελούσε θεμελιώδες σφάλμα που θα έθετε σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ιδέα. Δεν αποτελεί στόχο της Γερμανίας ούτε σε μακροπρόθεσμη βάση».
«Η υπερβολικά περιορισμένη αλληλεγγύη θέτει σε κίνδυνο την Ευρώπη, αλλά το ίδιο ισχύει και για την υπερβολική αλληλεγγύη», λέει. Κατά τη γνώμη του «η αντοχή της οικονομίας και των γερμανών φορολογουμένων δεν είναι ανεξάντλητες».