Η επόμενη μέρα της Συνόδου Κορυφής, που έγινε με τη συμμετοχή της Ελλάδας, αλλά όχι για την Ελλάδα, επαναφέρει το σκεπτικισμό για το πόσο το συγκεκριμένο πακέτο θα οδηγήσει στην επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Επιχειρώντας μια δεύτερη ανάγνωση των όσων αποφασίστηκαν και ανακοινώθηκαν, ας δούμε τι κρατάμε από τη συγκεκριμένη Σύνοδο, που – σημειωτέον – είναι η 17η, η οποία πραγματοποιήθηκε για την επίλυση της κρίσης και έληξε με βαρύγδουπες ανακοινώσεις.
Στην ουσία, πρόκειται για μία σύνοδο, που απλώς μπορεί να θεωρηθεί προπαρασκευαστική αυτής που θα γίνει τον Ιούλιο, ειδικά για τη χώρα μας. Κι αυτό, γιατί:
-για ακόμα μια φορά δεν προσδιορίζεται ο μηχανισμός εξειδίκευσης αυτής της παροχής βοήθειας. Από αυτό θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μια ad hoc βοήθεια.
-δεν εξειδικεύεται από πού θα προέλθουν οι πόροι. Πρόκειται για ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Σκεφτείτε απλά ότι τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ είναι κάτι παραπάνω από το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας.
-το πλαίσιο, που ανακοινώθηκε, είναι τόσο ασαφές, όσο και το περιβόητο «σχέδιο Μάρσαλ», που είχε ανακοινωθεί πέρυσι και είχε γεννήσει πολλές προσδοκίες για την επίλυση της κρίσης χρέους στη χώρας μας.
-αν υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο, τότε ας ανακοινώσουν – για παράδειγμα – τι είδους και ωρίμανσης ομόλογα θα αγοράσουν.
Από την άλλη πλευρά, αδιαμφισβήτητα έγινε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αρχίσει να λειτουργεί στο μοντέλο της αντίστοιχης Ομοσπονδιακής των Ηνωμένων Πολιτειών, της Fed. Δηλαδή, η παρουσία ενός ανθρώπου της αγοράς στο τιμόνι της ΕΚΤ, δηλαδή του Super Mario (του Mario Draghi), είχε ως αποτέλεσμα η Γερμανία να βάζει – με πολύ αργούς ρυθμούς – νερό στο κρασί της. Έχουμε, όμως, να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι τότε.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, θα ξαναπούμε ότι για να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε αυτά που θέλουμε για το μνημόνιο, τα μέτρα, την επιμήκυνση του προγράμματος, καθώς και για να επωφεληθούμε του συγκεκριμένου πακέτου – όποτε και αν αυτό τεθεί σε εφαρμογή – πρέπει να δείξουμε δείγματα γραφής. Δηλαδή, να κάνουμε όσα δεσμευθήκαμε και νομοθετήσαμε την τελευταία διετία, αλλά δεν θέλαμε να εφαρμόσουμε: τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτό, άλλωστε, θα είναι και το βασικό αντικείμενο των συζητήσεων της τρόικας με το νέο οικονομικό επιτελείο.