Οι καθηγητές Παναγιώτης Πετράκης, Κώστας Μελάς και Θοδωρής Πελαγίδης σχολιάζουν τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το βράδυ της Πέμπτης στο Eurogroup αναφορικά με το ελληνικό χρέος, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Παναγιώτης Πετράκης
«Η συμφωνία που επετεύχθη στο Eurogroup για την Ελλάδα είναι εντός του ευρύτερου πλαισίου που αναμενόταν να κινηθεί μια τέτοιου είδους συμφωνία και λαμβάνει πρόνοια αναφορικά με τις επερχόμενες δυσμενέστερες συνθήκες που πιθανόν να έχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Βεβαίως είναι ένα θετικό βήμα προς την μεταμνημονιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας σε μια διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα. Είναι μια πολύ σημαντική στιγμή αυτή για την Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη ότι επί οκτώ χρόνια ταλαιπωρούμεθα εντός μνημονίων, χωρίς ωστόσο να σηματοδοτεί μια ραγδαία μεταβολή του οικονομικού σκηνικού» αναφέρει ο κ. Πετράκης.
Κώστας Μελάς
«Ήταν μια κατά 100% αναμενόμενη συμφωνία σε όλα τα στοιχεία» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Μελάς, καθηγητής Διεθνών Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τον κ. Μελά, «το θετικό σημείο είναι η επιμήκυνση για δέκα χρόνια των δανείων και της περιόδου χάριτος το οποίο διευκολύνει κατά περίπου 2,4 δισ. ευρώ τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μειώνει κατά 2,4 δισ. ευρώ τις δανειακές της υποχρεώσεις. Μεταθέτει δηλαδή το πρόβλημα για μια δεκαετία μετά». Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Μελάς, «για να φτάσουμε σε αυτή την κατάληξη επήλθε συμβιβασμός μεταξύ της Γερμανίας, του ΔΝΤ και των υπολοίπων, διότι επί της ουσίας εξαφανίστηκε ο γαλλικός μηχανισμός που θα συνέδεε τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας με την διαχείριση του χρέους». Σύμφωνα με τον κ. Μελά, «όλα τα υπόλοιπα ήταν αναμενόμενα. Δηλαδή οι υποχρεώσεις της Ελλάδας εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι το 2022 όσον αφορά στα πλεονάσματα, μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, μείωση του αφορολογήτου καθώς και μια σειρά άλλες υποχρεώσεις που θα τις ονομάσουμε μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις, καλύτερη λειτουργία της δικαιοσύνης κ.ά)». Προβληματισμό δημιουργεί, σύμφωνα με τον κ. Μελά, «το γεγονός ότι μας έδωσαν 15 δισ. ευρώ τα οποία κατά 5,4 δισ. ευρώ θα πάνε στην αποπληρωμή του χρέους και τα υπόλοιπα θα πάνε στην αύξηση του ‘μαξιλαριού’ το οποίο θα φτάσει τα 24 δισ. ευρώ ώστε η Ελλάδα να είναι καλυμμένη για τα επόμενα δύο χρόνια δηλαδή μέχρι το 2020 ίσως και λίγο παραπάνω. Αυτό μου δημιουργεί ένα προβληματισμό». «Έχουμε τη λήξη ενός προγράμματος» συνεχίζει ο κ. Μελάς «και φαίνεται ότι ο βασικός στόχος αυτού του προγράμματος δηλαδή η αυτοδύναμη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές για να χρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της τίθεται σε κίνδυνο». Δεδομένης της κατάστασης που υπάρχει στις χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται, σύμφωνα με τον κ. Μελά, ότι «η Ελλάδα δυσκολεύεται ή θα δυσκολευτεί, τουλάχιστον με τα σημερινά στοιχεία, να μπορέσει να εκπληρώσει αυτό το στόχο που ήταν και ο βασικός στόχος του προγράμματος. Γι΄αυτό άλλωστε δόθηκαν και παραπάνω χρήματα στην Ελλάδα για να μπορέσει να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Είναι μια συμφωνία που δίνει μια ανάσα αλλά έχει τη συνέχιση των υποχρεώσεων, έχει σκληρά πρωτογενή πλεονάσματα και υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Όλα αυτά που αφορούν στην βιωσιμότητα του χρέους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και από τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Εάν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ δεν είναι πάνω κάτω γύρω στο 2% όλα αυτά τα πράγματα θα κινδυνεύσουν. Επομένως έχουμε αρκετή αβεβαιότητα σε όλα αυτά τα πράγματα» επισημαίνει.
Θοδωρής Πελαγίδης
«Ήταν σχετικώς αναμενόμενη η απόφαση» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ερευνητικός εταίρος του Ινστιτούτου Brookings. «Πιστεύω ότι οι αγορές είχαν προεξοφλήσει μια τέτοια απόφαση» τονίζει και συνεχίζει: «Θέλω να ξεχωρίσω την καθαρή συμμετοχή του ΔΝΤ αφού η αποπληρωμή των δανείων που έχει κάνει σε εμάς θα είναι περίπου, από τα 10,5 δισ. ευρώ στα 3,3 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1/3. Άρα το ΔΝΤ εμπλέκεται κανονικά. Αυτό ήταν κάτι που δεν το ξέραμε. Άρα θα έχει λόγο κανονικά, σε αυτόνομο πλαίσιο, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας». Ένα άλλο σημαντικό θέμα που τονίζει ο κ. Πελαγίδης είναι «η δήλωση ότι αν χρειαστεί οι θεσμοί θα επανεξετάσουν στο μέλλον τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό δείχνει ότι δεν θα αφεθεί ποτέ η Ελλάδα μόνη της και αυτό γιατί οι πιστωτές έχουν δανείσει πάρα πολλά χρήματα στην Ελλάδα και επομένως έχουν πάντα ένα ζωτικό συμφέρον να βρίσκονται εδώ. Έχουν δηλαδή ένα ζωτικό συμφέρον από εδώ και πέρα να βοηθούν τις αγορές να δανείζουν στη χώρα με όσο το δυνατόν χαμηλό επιτόκιο. Από την άλλη, απεύχομαι σαφώς να βρεθεί η χώρα και πάλι σε δυσκολίες χρηματοδότησης γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε νέες επώδυνες δημοσιονομικές περικοπές». Παράλληλα θεωρεί «αναμενόμενη» την επιτήρηση που θα υπάρχει καθώς «οι δανειστές έχουν δανείσει πολλά χρήματα και αυτά που πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα είναι ακόμη πολλά. Δείτε το παράρτημα με τις υποχρεώσεις μας που συμπεριλαμβάνεται, οι λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακές. Δεν υπάρχει ούτε καθαρή ούτε μη καθαρή έξοδος αλλά υπάρχει μια συνέχεια, όχι βέβαια με την ένταση ίσως των πρώτων ετών των τριών προγραμμάτων, αλλά πρέπει να δούμε την κατάσταση ως μια συνέχεια που θα διαρκέσει τα πολλά επόμενα χρόνια. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί αφορά ‘ουρές’ από το υπάρχον τρίτο πρόγραμμα, αλλά και από νέα πράγματα που βρίσκονται στην ατζέντα» επισημαίνει. Ο κ. Πελαγίδης μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκφράζει επίσης τον προβληματισμό του αναφορικά με τη διαμόρφωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων επισημαίνοντας ότι: «ένα άλλο θέμα είναι να δούμε αυτό το ‘μαξιλάρι’ τι επιτόκια καλύτερα μπορεί να δώσει στο δεκαετές ομόλογο που σήμερα είναι κοντά στο 5%. Ένα επιτόκιο κοντά στο αντίστοιχο πορτογαλικό είναι βιώσιμο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει επιτόκια ούτε κοντά στο 3,5 με 4% γιατί επιδεινώνεται η χρηματοδοτική θέση της χώρας για το μέλλον».