Η εισαγωγή ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα αποδυνάμωνε την ευρωπαϊκή οικονομία πολύ λιγότερο απ’ όσο πιστευόταν μέχρι σήμερα και θα μπορούσε ακόμη και να πυροδοτήσει την ανάπτυξη αν τα έσοδα επανεπενδύονταν επιτυχώς, υποστηρίζεται σε έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέρρευσαν σήμερα στο Γερμανικό Πρακτορείο.
Πέρσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγιζε ότι ο φόρος αυτός-ο αποκαλούμενος και «φόρος Τόμπιν» από το όνομα του Αμερικανού οικονομολόγου που τον πρότεινε τη δεκαετία του 1970- θα οδηγούσε σε απώλεια του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 0,53% μέχρι το 2050. Στους αναθεωρημένους υπολογισμούς που αναμένεται να παρουσιαστούν στην άτυπη σύνοδο κορυφής της Τετάρτης η Κομισιόν υποστηρίζει ότι το κόστος θα ανερχόταν μόνο στο 0,28% του ΑΕΠ.
Οι χώρες που διαφωνούν με την επιβολή αυτού του φόρου, όπως η Βρετανία και η Σουηδία, βασίστηκαν στις αρχικές προβλέψεις της Επιτροπής για να υποστηρίξουν ότι η εισαγωγή του θα ήταν οικονομικά επιζήμια. Τράπεζες και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα έφευγαν από τις χώρες της ΕΕ για να εγκατασταθούν σε τρίτες χώρες ώστε να αποφύγουν το φόρο, ένα φαινόμενο που έζησε η Σουηδία όταν πειραματίστηκε με κάτι ανάλογο τη δεκαετία του 1990.
Ωστόσο, στα προαναφερθέντα έγγραφα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι μια επιχείρηση θα όφειλε να καταβάλει το φόρο ακόμη και να μετεγκατασταθεί σε άλλη χώρα, εφόσον θέλει να έχει δοσοληψίες με εμπορικούς μηχανισμούς που εδρεύουν σε χώρες της ΕΕ ή να κάνει συναλλαγές σε ομόλογα, μετοχές ή παράγωγα με Ευρωπαίους πελάτες. Κατά συνέπεια «ο κίνδυνος της γεωγραφικής μετεγκατάστασης παραμένει περιορισμένος, όπως και τα οφέλη από τη μετεγκατάσταση», συμπεραίνει η Κομισιόν. Αντιθέτως, ο φόρος Τόμπιν θα έφερνε νέα έσοδα ύψους 57 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, σημειώνει,