«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η στρατηγική που υιοθετήθηκε τον Μάιο του 2010 για την Ελλάδα ήταν λανθασμένη. Αντί να της επιτραπεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, της επιβλήθηκε μια πολιτική λιτότητας που ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι έλληνες ψηφοφόροι εξοργίστηκαν. Η χαλάρωση της λιτότητας είναι το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε, και αυτό εξαρτάται από την καγκελάριο Μέρκελ».
Αυτά γράφει στην εφημερίδα Μοντ ο Charles Wyplosz, καθηγητής οικονομίας στο Ινστιτούτο ανωτάτων διεθνών σπουδών και ανάπτυξης. Όλοι θα ήθελαν από τις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Ολλανδία) να υιοθετήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την ανάκαμψη. Με εξαίρεση όμως την Ολλανδία, καμιά από τις χώρες αυτές δεν έχει τα μέσα να το κάνει.
Όλες αυτές οι χώρες έχουν ήδη μεγάλα ελλείμματα και χρέη. Και έχουν ανάγκη να προβαίνουν σε δανεισμό. Αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές αρνούνται ήδη να δανείσουν την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Μια πραγματική ανάκαμψη θα κλείσει την πόρτα σε οποιονδήποτε άλλο το αποπειραθεί. Εκτός αγορών, οι χώρες μπορούν να δανειστούν από το ΔΝΤ, φίλες χώρες ή τα ευρωπαϊκά ταμεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η Γερμανία έχει δικαίωμα βέτο.
Ο Φρανσουά Ολάντ ζητά δύο πράγματα: αύξηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζες επενδύσεων και αξιοποίηση των αδιάθετων πόρων της Επιτροπής. Όμως η ΕΤΕ δανείζει κατά μέσο όρο 60 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, δηλαδή μόλις 0,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ανάλογα είναι και τα ποσά που διατίθενται στις Βρυξέλλες.
Τα ευρωομόλογα έχουν επανέλθει στο προσκήνιο: είναι μια καλή ιδέα, ένα παράδειγμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μια εικόνα από το μέλλον. Μια συλλογική εγγύηση, όμως, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη. Κάθε χώρα πρέπει να πείσει τις άλλες ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτό το νέο χρέος. Τα ευρωομόλογα απαιτούν έτσι ένα πολύ αυστηρό δημοσιονομικό σύμφωνο.
Όταν ο Φρανσουά Ολάντ λέει ότι δεν θα υπογράψει το νέο σύμφωνο, υποστηρίζει ο Wyplosz, ουσιαστικά «σκοτώνει» την αρχή των ευρωομολόγων. Ακόμη κι αν τελικά ψηφίσει τον «χρυσό κανόνα», δεν θα πείσει κανέναν, γιατί αυτός ο κανόνας είναι πολύ πολύπλοκος και πολύ αόριστος. Για άλλη μια φορά θα αποφασίσει η Άγγελα Μέρκελ, γιατί χωρίς γερμανική στήριξη δεν θα υπάρξουν ευρωομόλογα.
Θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από την ΕΚΤ να κάνει περισσότερα. Τι όμως; Το επιτόκιο είναι 1%. Μπορεί να μειωθεί, αλλά δεν θα υπάρξει μεγάλη διαφορά. Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αγοράσει δημόσιο χρέος. Μια λύση θα ήταν να χρηματοδοτήσει απευθείας τα μέτρα ανάκαμψης, αλλά αυτό απαγορεύεται από τη συνθήκη.
Θα μπορούσε να το κάνει εμμέσως, αγοράζοντας υπάρχον χρέος ή δανείζοντας τις τράπεζες που θα δανείζουν στη συνέχεια τα κράτη. Ουσιαστικά το κάνει ήδη, αλλά οι τράπεζες εμφανίζονται απρόθυμες να δανείσουν τα κράτη. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να τις υποχρεώσει. Ο Φρανσουά Μιτεράν το αποπειράθηκε το 1981, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Αν ήταν εκείνος πρόεδρος, ο γάλλος καθηγητής δεν θα επιδίωκε μια συμμαχία κατά της Μέρκελ, δεν θα ανακήρυσσε εχθρό του το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα υπέγραφε το σύμφωνο, θα ζητούσε την αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας και της Πορτογαλίας και θα απέφευγε την αύξηση των δαπανών. Επιπλέον, θα διαπραγματευόταν με τις αγορές δάνεια που θα του επέτρεπαν να ενισχύσει την οικονομία μειώνοντας τους φόρους. Αλλά για όλους αυτούς τους λόγους δεν θα γίνει ποτέ πρόεδρος.