Ο αυξανόμενος προστατευτισμός πιθανόν να έχει ήδη κάποια αρνητική επίδραση στους δείκτες οικονομικού κλίματος παγκοσμίως, ανέφερε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, στη σύνοδο της Διεθνούς Νομισματικής και Χρηματοπιστωτικής Επιτροπής (IMFC) στην Ουάσιγκτον. «Στο πλαίσιο αυτό», πρόσθεσε, «η διατήρηση του ελεύθερου και ανοικτού εμπορίου που βασίζεται στην πολυμερή συνεργασία έχει καθοριστική σημασία για την προώθηση ενός ευνοϊκού παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος».
Αναφερόμενος στην οικονομία της Ευρωζώνης, ο Ντράγκι σημείωσε ότι «παρά τους τελευταίους οικονομικούς δείκτες, που υποδηλώνουν ότι ο αναπτυξιακός κύκλος της έχει ήδη κορυφωθεί, η αναπτυξιακή δυναμική αναμένεται να συνεχισθεί. Οι τελευταίες προβλέψεις των στελεχών της ΕΚΤ αναφέρονται σε ρυθμό ανάπτυξης 2,4% το 2018, 1,9% το 2019 και 1,7% το 2020». «Αν και τα πρόσφατα στοιχεία ήταν σε γενικές γραμμές πιο αδύναμα από ότι αναμενόταν, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη παραμένουν σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι», πρόσθεσε.
Για τον γενικό δείκτη τιμών στην Ευρωζώνη, ο Ντράγκι είπε ότι παρουσίασε κάποια διακύμανση τους τελευταίους μήνες, αλλά αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την επίδραση του αποτελέσματος βάσης (των περυσινών επιπέδων) των τιμών ενέργειας και τροφίμων. Οι δείκτες του δομικού πληθωρισμού, είπε, παραμένουν συνολικά υποτονικοί, αλλά αναμένεται να αυξηθούν μεσοπρόθεσμα, ενισχυόμενοι από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Ο κεντρικός τραπεζίτης επανέλαβε ότι οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική πρέπει να είναι προσεκτικές. «Κοιτάζοντας στο μέλλον, αν και η εμπιστοσύνη μας στον πληθωρισμό έχει αυξηθεί, οι αβεβαιότητες που παραμένουν εξακολουθούν να δικαιολογούν υπομονή, επιμονή και σύνεση όσον αφορά στη νομισματική πολιτική». Ένας βαθμός σημαντικής νομισματικής στήριξης, είπε, παραμένει αναγκαίος για να συνεχίσει να ενισχύεται ο δομικός πληθωρισμός και να επιτευχθεί ο στόχος για τον γενικό πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Συνεπώς, πρόσθεσε, οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ «θα συνεχισθούν με τον σημερινό ρυθμό των 30 δισ. ευρώ τον μήνα έως το τέλος του Σεπτεμβρίου 2018 ή και μετά, εάν αυτό είναι αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο δει μία βιώσιμη προσαρμογή του πληθωρισμού που να είναι συνεπής με τον στόχο της για τον πληθωρισμό (σ.σ.: λίγο κάτω από το 2%)».