Μειώνεται η παροχή πίστωσης στις εταιρείες, αυξάνοντας την ασφυξία στην ελληνική αγορά λόγω έλλειψης ρευστότητας, όπως προέκυψε από έρευνα της Icap Group Μεταξύ οικονομικών διευθυντών επιχειρήσεων της χώρας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του λανσαρίσματος του δικτύου Trade Exchange, ήτοι του νέου κόμβου ανταλλαγής πιστωτικών δεδομένων μεταξύ εταιρειών, που στοχεύει στο να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να προστατευθούν από τον πιστωτικό κίνδυνο, αλλά και να επιλέξουν συνεργασίες, που έχουν το μικρότερο δυνατό ρίσκο.
Η έρευνα, που διήρκησε από τις 5 έως τις 25 Απριλίου, παρέχει συμπεράσματα για τις αλλαγές στην πιστωτική πολιτική των εταιρειών, αλλαγές καθοριστικές για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και της οικονομίας. Στην έρευνα συμμετείχαν 445 οικονομικοί διευθυντές από τις σημαντικότερες εταιρείες όλων των κλάδων (68% των εταιρειών με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 10 εκατ. ευρώ/23% των εταιρειών με περισσότερους από 250 εργαζόμενους).
Το πρώτο εύρημα της έρευνας δείχνει ότι υπάρχει ραγδαία αύξηση των επισφαλών απαιτήσεων των εταιρειών.
Ειδικότερα, το 69.2% των επιχειρήσεων ανέφερε ότι αυξήθηκε το ποσοστό των προβλέψεών τους έναντι των επισφαλών απαιτήσεων, ενώ μόνο το 5.6% δηλώνει ότι μειώθηκαν. Αυτό οδήγησε τις εταιρείες να μεταβάλουν την πιστωτική τους πολιτική, η οποία επηρεάστηκε κατά 77% από την αύξηση των καθυστερήσεων, κατά 46% από την αδυναμία των πελατών τους να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και κατά 66% από την αύξηση των επισφαλειών (οι ερωτώμενοι είχαν τη δυνατότητα να δώσουν μέχρι 3 απαντήσεις και στη συντριπτική τους πλειοψηφία επέλεξαν αυτές τις τρεις).
Σύμφωνα με την έρευνα, το 45.5% των εταιρειών μείωσε τον αριθμό ημερών πίστωσης έναντι μόλις 24.3%, που τις αύξησε. Συνεπώς, οι εταιρείες σκληραίνουν την πιστωτική τους πολιτική, πωλώντας με αυστηρότερους όρους. Ακόμη, προτιμούν να ακυρώνουν πωλήσεις, όταν οι πελάτες δεν μπορούν να εναρμονιστούν με την πιστωτική τους πολιτική. Άλλωστε, μόλις το 22.4% των οικονομικών διευθυντών δήλωσε ότι η πρώτη τους προτεραιότητα είναι η αύξηση των πωλήσεων. Αντίθετα, το 32.7% δήλωσε ότι η αύξηση της ρευστότητας είναι η πρώτη του προτεραιότητα, το 22.1% η μείωση των επισφαλειών και το 18.9% η μείωση του κόστους. Αθροιστικά, το 74% των απαντήσεων βάζουν σαν πρώτη προτεραιότητα την προστασία της βιωσιμότητας της εταιρείας έναντι του 22.4%, που θέτει την ανάπτυξη ως κυρίαρχο στόχο.
Επιπλέον, από την έρευνα των CFOs προέκυψε ότι το 43% των εταιρειών έχει μειώσει τις επενδυτικές του δραστηριότητες, ενώ μόλις το 22% τις έχει αυξήσει, αποτέλεσμα που σίγουρα επηρεάζεται από την αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης, που έχουν οι εταιρείες. Περίπου το 75% των εταιρειών δήλωσαν ότι έχουν αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, εκ των οποίων το 15% πολύ ή πάρα πολύ.
Όσον αφορά τους τρόπους, που αντιμετωπίζουν τις ανάγκες χρηματοδότησης, σε μεγάλο βαθμό αυτές καλύπτονται από τον περιορισμό του κόστους, την αύξηση του δανεισμού, την καθυστέρηση στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων τους, αλλά και τη μεγαλύτερη επικέντρωση στη διαδικασία εισπράξεων.
Συγκεκριμένα, 4/5 από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι αφιερώνουν πολύ ή πάρα πολύ χρόνο στην είσπραξη εκπρόθεσμων απαιτήσεων, ενώ 3/5 αφιερώνουν πολύ ή πάρα πολύ χρόνο στην είσπραξη εμπρόθεσμων απαιτήσεων. Τέλος, το 85% των ερωτηθέντων αφιερώνει πολύ χρόνο στον έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του πελάτη, με το 70% να δηλώνει ότι η αξιολόγηση του πελάτη είναι ο σημαντικότερος παράγοντας, που επηρεάζει την πιστωτική τους πολιτική.