Η έξοδος μιας χώρας από το ευρώ δεν είναι απλή υπόθεση. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης καταρτίσθηκαν με βασική φιλοσοφία τη σύγκλιση και συνένωση των ευρωπαϊκών κρατών και οικονομιών τους και ως εκ τούτου δεν ελήφθησαν ειδικές πρόνοιες για την εθελούσια αποχώρηση ενός κράτους ή την αναγκαστική του αποβολή από τη νομισματική ένωση.
Ετσι, νομικά, η αποχώρηση από το ευρώ ταυτίζεται με την εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης διότι αυτή είναι η μόνη επιλογή που δίνει η Συνθήκη της Λισαβώνας.
Η επιλογή αυτή θα ήταν πολιτικά, οικονομικά, νομικά και τεχνικά περίπλοκη, θα απαιτούσε μεγάλο χρόνο εφαρμογής ενώ θα οδηγούσε σε ύστερο χρόνο και στην τροποποίηση των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Καθώς η εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνεπάγεται την απώλεια των προνομίων που έχουν τα κράτη-μέλη της, θα έπαυε η ελεύθερη κυκλοφορία των Ελλήνων στην ΕΕ, η ελεύθερη απασχόλησή τους στα ευρωπαϊκά κράτη, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων (καταθέσεων και επενδύσεων) και κάθε χρηματοδότηση της χώρας από τα διαρθρωτικά ταμεία (ΕΣΠΑ)
Η ευρωπαϊκή απόφαση
Η απόφαση της Ελλάδας για αποχώρηση από το ευρώ και την ΕΕ θα οδηγούσε για πρώτη φορά στην ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβώνας. Η Συνθήκη (άρθρο 50) προβλέπει πως κάθε κράτος-μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ενωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.
Η έγκριση της εγκατάλειψης της ευρωζώνης και της ΕΕ από τους Ελληνες και την ελληνική Βουλή θα δικαιολογούσε την αίτηση αποχώρησης.
Αμέσως μετά η Ελλάδα θα έπρεπε να γνωστοποιήσει την πρόθεσή της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (κράτη-μέλη). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προχωρούσαν σε διαπραγματεύσεις και θα κατάρτιζαν ειδική συμφωνία που θα καθόριζε τις λεπτομέρειες της αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών της σχέσεων με την Ενωση.
Κυρίως για το εάν εξέρχεται για μεταβατικό διάστημα ή μονίμως και για το ποιες θα είναι οι διμερείς σχέσεις και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Πρέπει να διευκρινισθεί πως η Ελλάδα δεν θα μετείχε στις συζητήσεις, ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα καθόριζε τους όρους εξόδου της από την Ενωση.
Η συμφωνία αποχώρησης θα έπρεπε να εγκριθεί πρώτα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εν συνεχεία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο θα την ενέκρινε με ειδική (αυξημένη) πλειοψηφία. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης η Ελλάδα δεν θα δεσμεύεται από καμία ευρωπαϊκή συνθήκη αλλά μόνο από το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας που συνομολόγησε για να εξέλθει από την Ενωση.
Η διαδικασία εξόδου
Σε κάθε περίπτωση, η ομαλή και ελεγχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα απαιτούσε εκατομμύρια νομικές και οικονομικές διευθετήσεις που, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, θα έπαιρναν από 5 έως και 10 χρόνια για να ολοκληρωθούν.
Η επιτυχής επίλυση των ζητημάτων αυτών θα απαιτούσε πολύ στενή συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και μεταξύ της Τραπέζης της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν διερευνήσει τα σχετικά σενάρια και έχουν καταλήξει στους βασικούς χειρισμούς που θα απαιτούνταν για να αντιμετωπισθεί μια τέτοια κρίση.
Σύμφωνα με ειδικές εκθέσεις που έχει συντάξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το πλέον πιθανό σενάριο για ομαλή και ελεγχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι αυτό της παράλληλης κυκλοφορίας των δύο νομισμάτων.
Το ευρώ θα μπορούσε να κυκλοφορεί στην Ελλάδα και μετά την έξοδό της από τη ζώνη του ευρώ, στο πλαίσιο μια μεταβατικής σχέσης και με συγκεκριμένους κανόνες. Εκτιμάται ότι σήμερα το 20%-25% των τραπεζογραμματίων ευρώ σε κυκλοφορία, σε όρους αξίας, χρησιμοποιούνται εκτός της ζώνης του ευρώ, ιδίως σε γειτονικές προς τη ζώνη χώρες.
Σύμφωνα με τα επεξεργασμένα σενάρια, η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων θα ήταν αρχικά σταθερή για μια συγκεκριμένη περίοδο και στη συνέχεια θα άρχιζε μια συνεχής υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος, η οποία όμως δεν θα ξεπερνούσε ένα ποσοστό κάθε μήνα. Ολες οι συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας θα γινόντουσαν σε δραχμές αλλά οι συναλλαγές με το εξωτερικό σε ευρώ.
Οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών στις ελληνικές τράπεζες θα εξακολουθούσαν να είναι σε ευρώ.
Ωστόσο, ακόμη και εάν η Ελλάδα συνδεόταν με τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών II όπως το 2002, όταν και κυκλοφορούσαν ταυτόχρονα δραχμή και ευρώ, οι Ελληνες θα προτιμούσαν να αποσύρουν το νέο εθνικό νόμισμα, παρά να ανταλλάσσουν τα ευρώ τους, εξασθενώντας έτσι τη συναλλαγματική ισοτιμία του νέου νομίσματος.
Οι επιπτώσεις στην ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη δεν έχουν πρότερη εμπειρία από την αποχώρηση κράτους-μέλους, κάτι που σημαίνει πως μόνο οι σχετικές θεσμικές διαδικασίες σε επίπεδο Ευρώπης θα απαιτούσαν πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν, ενδεχομένως και έως 24 μήνες.
Στο χρονικό αυτό διάστημα τόσο η Ελλάδα όσο και η ΕΕ θα ήταν εκτεθειμένες σε πλήθος πιέσεων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών και η κρίση θα λάμβανε διαστάσεις που δεν μπορούν με σαφήνεια να προσδιοριστούν.
Η εμπιστοσύνη στο ευρώ θα κατέρρεε, οι πιστοληπτικές υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης θα ήταν συνεχείς και θα χρειαζόντουσαν επανειλημμένες παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη σταθεροποίηση των τραπεζών και των οικονομιών.
Αναλυτές της JP Morgan υποστηρίζουν πως η ανακοίνωση της έναρξης των διαδικασιών εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγούσε αυτόματα σε υποτίμηση του ενιαίου νομίσματος κατά 15%-20%.
Στέλεχος του ευρωσυστήματος εξηγεί στα «ΝΕΑ» πως η επιστροφή των κεφαλαίων συνεισφοράς της Τραπέζης της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων που είχαν μεταφερθεί στο ευρωσύστημα το 2002 θα αποτελούσε πρόβλημα για την ΕΚΤ.
Οπως εξηγεί το ίδιο στέλεχος, σε περίπτωση κεφαλαιακής ανάγκης της ΕΚΤ τα κράτη που θα παρέμεναν στο ευρώ θα έπρεπε να αυξήσουν – μέσω των κεντρικών τους τραπεζών – τα κεφάλαιά της, δίνοντας ουσιαστικά χρήματα από τους προϋπολογισμούς τους.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Η επαναφορά του παλαιού εθνικού νομίσματος (δραχμή) ή η υιοθέτηση ενός νέου θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα σημαντικούς κινδύνους και δυσκολίες για την Ελλάδα και θα επέφερε ουσιαστικές νομικές επιπλοκές, όσον αφορά την εγκυρότητα εκκρεμών συναλλαγών και συμβάσεων.
Οι περιπλοκές αυτές θα είχαν άμεσο αντίκτυπο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε Ελληνα και Ελληνίδας και σε κάθε ελληνική επιχείρηση, είτε βρισκόταν στη Ελλάδα είτε στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια, σε πρώτη φάση το τραπεζικό σύστημα θα κρατικοποιηθεί ώστε να ελεγχθούν οι επιπτώσεις από τη φυγή κεφαλαίων και να διασωθούν οι ελάχιστες καταθέσεις που θα έχουν μείνει στη χώρα (παρά τους συναλλαγματικούς περιορισμούς).
Αυτό θα γίνει και στο ήπιο σενάριο της παράλληλης κυκλοφορίας των νομισμάτων (της ΕΚΤ), το οποίο προβλέπει ότι οι καταθέσεις θα παραμείνουν σε ευρώ και πως τα δάνεια θα μετατραπούν στο νέο εθνικό νόμισμα.
Η παράλληλη κυκλοφορία των δύο νομισμάτων δεν εξασφαλίζει την πλήρη λειτουργία της οικονομίας. Δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι δεν θα υπάρξουν ελλείψεις σε βασικά εισαγόμενα προϊόντα, κυρίως σε καύσιμα και φάρμακα, καθώς αυτά θα πρέπει να πληρώνονται σε ευρώ ή σε δολάρια, τα οποία το ελληνικό κράτος – από ένα σημείο και μετά – θα αγοράζει με το νέο εθνικό του νόμισμα.
Οι επενδύσεις των Ελλήνων σε ακίνητα, μετοχές, καταθέσεις σε τρίτο νόμισμα (π.χ. δολάριο), καθώς και οι καταθέσεις στο εξωτερικό θα είναι απόλυτα επισφαλείς και για ένα μεγάλο διάστημα δεν θα μπορούν να αξιοποιηθούν.