Ένα Ταμείο Σταθεροποίησης της Ευρωζώνης, το οποίο έχει διαφορετική προσέγγιση από αυτή του ΔΝΤ, προτείνει μελέτη που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η μελέτη των Roel Beetsma, Simone Cima και Jacopo Cimandomo, με τίτλο: «Ένα κεντρικό σταθεροποιητικό ταμείο με ελάχιστο ηθικό κίνδυνο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση που βασίζεται στο παγκόσμιο εμπόριο», δημοσιοποιείται μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για ένα σταθεροποιητικό ταμείο της Ευρωζώνης για τους δύσκολους καιρούς.
Η μελέτη της ΕΚΤ αναφέρει ότι ένα σταθεροποιητικό ταμείο μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο στην περίπτωση ασύμμετρων σοκ, τα οποία η ΕΚΤ δεν μπορεί εξ ορισμού να αντιμετωπίσει, καθώς η νομισματική πολιτική διαμορφώνεται στη βάση της γενικής πορείας του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Η μελέτη προτείνει ένα νέο «ταμείο σταθεροποίησης βασιζόμενο στις εξαγωγές» (ESC) για την Ευρωζώνη που θα προβλέπει διασυνοριακές μεταβιβάσεις πόρων λόγω εξωγενών μεταβολών των παγκόσμιων συνθηκών για τους διάφορους εξαγωγικούς τομείς. Αν το παγκόσμιο εμπόριο για έναν συγκεκριμένο κλάδο μειωθεί, όπως θα καταγραφεί στις συνολικές εξαγωγές της Ευρωζώνης στον κλάδο αυτό, τότε οι χώρες – μέλη της που έχουν μεγαλύτερη ένταση στον τομέα αυτό θα λαμβάνουν μεταφορά πόρων από τα μέλη που έχουν σχετικά χαμηλότερη ένταση στον τομέα αυτό.
Η πρόταση αυτή, λένε οι συντάκτες της μελέτης, έχει μια σειρά πλεονεκτημάτων. Πρώτον, οι μεταφορές πόρων σχετίζονται με εξωγενείς εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο, που είναι εξ ορισμού εκτός του ελέγχου των μεμονωμένων κυβερνήσεων. Επομένως, το σχέδιο αυτό είναι σχετικά απαλλαγμένο από τον ηθικό κίνδυνο, δεδομένου ότι δεν θα εξασθένιζε τα κίνητρα των κυβερνήσεων να ασκούν ενάρετες δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Αυτό, με τη σειρά του, θα βοηθήσει στη μείωση των πολιτικών αντιδράσεων για την καθιέρωση του ESC», σημειώνεται.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, δεύτερον, καθώς η πρόταση αυτή βασίζεται σε αλλαγές σε επιμέρους κλάδους του παγκόσμιου εμπορίου, ο κίνδυνος μόνιμων μεταφορών από ένα σύνολο χωρών σε άλλες χώρες είναι περιορισμένος: Μία νέα μεταφορά πόρων μπορεί να αποκτηθεί μόνο σε περίπτωση μίας περαιτέρω μείωσης του παγκόσμιου εμπορίου, ενώ μία ανάπτυξη του ίδιου κλάδου οδηγεί σε μεταφορά πόρων στην αντίθετη κατεύθυνση. «Υπάρχει ένα φυσικό όριο στη συσσώρευση μεταφορών πόρων, επειδή το παγκόσμιο εμπόριο σε έναν συγκεκριμένο κλάδο δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από το μηδέν», σημειώνεται. Τρίτο, το προτεινόμενο σχέδιο δεν βασίζεται σε μία μακρόχρονη διαδικασία σύγκλισης οικονομικών δομών πριν την εφαρμογή του. Τέταρτον, το σχέδιο «έχει σχεδιασθεί με τρόπο, ώστε κάθε περίοδο όλες οι διασυνοριακές μεταφορές πόρων να είναι μηδενικού αθροίσματος, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η ανάγκη έκδοσης ομολόγων για τη χρηματοδότησή τους».
Από μία δοκιμή του βασικού μοντέλου του σχεδίου αυτού, στη βάση των στοιχείων για το εξωτερικό εμπόριο της περιόδου 1995-2014, προκύπτει ότι οι μεταφορές πόρων είναι κατά μέσο όρο χαμηλές, στις περισσότερες περιπτώσεις χαμηλότερες από το 0,2% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ορισμένα έτη και για ορισμένες χώρες οι μεταφορές μπορεί να είναι πολύ μεγάλες. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η Φινλανδία το 2008 με μεταφορά 1,7% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία το 2009 (-3,8% του ΑΕΠ), η Κύπρος (-2,5% το 1998 και 1,9% το 2013), η Μάλτα (-1,6% το 2008) και το Λουξεμβούργο αρκετά χρόνια (με υψηλότερες μεταβιβάσεις -6,9% το 1999 και -6,3% το 2008).
Υπάρχουν περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από θετικές (ή αρνητικές) μεταφορές πόρων για αρκετά συνεχόμενα χρόνια. Κατά κανόνα αυτές είναι οι
περιπτώσεις χωρών (γενικότερα μικρών) που είναι εξειδικευμένες σε ορισμένους κλάδους, οι οποίοι έχουν πληγεί από θετικά (ή αρνητικά) σοκ για αρκετά χρόνια στη σειρά. Για παράδειγμα, η ταχεία ανάπτυξη του κλάδου «Χρηματοπιστωτικών και Ασφάλισης», στον οποίο είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένες η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος, ήταν ο βασικός παράγοντας για τις αρνητικές μεταφορές πόρων από τις χώρες αυτές επί αρκετά συνεχόμενα χρόνια.
Σωρευτικές μεταφορές πόρων, που είχαν κάποια αυξητική τάση διαχρονικά, χαρακτηρίζουν και άλλες τρεις χώρες – την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα – που συνδέονται επίσης με τη σχετική κλαδική εξειδίκευσή τους και τα σοκ που πλήττουν τους κλάδους αυτούς. Οι μεταφορές πόρων για την Ελλάδα επηρεάζονται μάλλον ισχυρά και αρνητικά από τον κλάδο «μεταφορές και αποθήκευση», στον οποίο η χώρα έχει ένα μερίδιο 5,5% έναντι 1,5% που είναι το συνολικό μερίδιό της στις εξαγωγές της Ευρωζώνης. Ωστόσο, αυτό υπεραντισταθμίζεται από τις θετικές μεταφορές πόρων που οφείλονται σε σχεδόν όλους τους άλλους κλάδους, στους οποίους έχει χαμηλά μερίδια, στα περισσότερα χρόνια, αναφέρει η μελέτη.